Διαβάσατε το άρθρο του Νίκου Παρασκευόπουλου για τις ποινές στην υπόθεση της Παντείου;
Ο κύριος Παρασκευόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής. Δηλαδή μιλάει για συναδέλφους του. (Έχει πλάκα να τους γνωρίζει κιόλας). Και ω... τι σύμπτωση, τους υποστηρίζει !!!
Αν κατάλαβα καλά το κείμενο του κ. Παρασκευόπουλου, υποστηρίζει στην ουσία ότι οι ποινές της υπόθεσης της Παντείου συνιστούν δικαστική αυθαιρεσία !!
Έξυπνα παρουσιάζει την περίπτωση των αλλοδαπών που έκλεβαν για να φάνε (για να έχει άλλη μια περίπτωση επικουρικά στα όσα λέει) και παρουσιάζει και μια τρίτη περίπτωση, αυτή του Λιμενικού (για να δημιουργήσει την αντίθεση που θα σοκάρει).
Σας παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα από τη συνέντευξή του στο "Ε" της Ελευθεροτυπίας.
Από τον Τύπο έγινε γνωστή η περίπτωση της καταδίκης δύο νεαρών Ρουμάνων λαθρομεταναστών από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης σε δεκαετή κάθειρξη για κλοπές κατ' εξακολούθηση από άτομα που ενωμένα διέπρατταν κλοπές κατ' επάγγελμα. Προέκυψε ότι στις έξι από τις δέκα περιπτώσεις αφαίρεσαν ή κατανάλωσαν τρόφιμα (ψωμί, ντομάτα και τυρί, δήλωσε ένα θύμα κλοπής), ενώ σχεδόν όλα τα θύματα κατέθεσαν ότι δεν επιθυμούσαν την ποινική τους δίωξη.
Ο Τύπος επίσης αποκάλυψε μια άλλη εντυπωσιακή απόφαση. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο καταδίκασε ένα λιμενικό σε έξι μόνο μήνες φυλάκιση με αναστολή για μια αποκρουστική πράξη σε βάρος ενός Κούρδου λαθρομετανάστη: πράξη βιασμού, απεχθούς βασανισμού και καταρράκωσης της αξιοπρέπειας ενός ανυπεράσπιστου ανθρώπου.
Κύριε Παρασκευόπουλε, περισσότερο μας σοκάρει ο σκοπός του άρθρου σας.
Αν θέλετε να μας πείτε ότι ήταν σκανδαλώδης η απόφαση του Λιμενικού, να συνυπογράψω πρώτος. Ωστόσο υπάρχουν δύο ερμηνείες που μπορεί να κάνει κανείς.
Ότι είναι υπερβολικές οι ποινές των πρυτάνεων επειδή για βιασμό ο άλλος έφαγε 6 μήνες (αυτή είναι η δική σας κρίση)
υπάρχει όμως και η άλλη οπτική... ότι αν έφαγαν 10 χρόνια άνθρωποι που έκλεβαν για να φάνε είναι και λίγα αυτά που έφαγαν αυτοί που έκλεβαν δημόσιο χρήμα για να κάνουν τζακούζι στις βίλες τους και να αγοράσουν ferarri (αυτή είναι η δική μου κρίση).
Πως σας φαίνεται η λογική μου κύριε Παρασκευόπουλε; Παράλογη και αυθαίρετη;
Αν ακούγατε ισόβια κάθειρξη σε άλλη περίπτωση, θα λέγατε "τι θα έκανε ο κακοποιός. Και λίγα του ρίξανε".
Τώρα που έφαγαν ισόβια οι πρυτάνεις - καταχραστές του δημοσίου χρήματος φωνάζετε "πόσο άδικο είναι το σύστημα" !!
Κύριε Παρασκευόπουλε, αν θέλατε να κρίνετε το φαινόμενο της "δικαστικής αυθαιρεσίας" χωρίς να θέλετε υποχθόνια να βοηθήσετε τους συναδέλφους σας σ' αυτήν την αισχρή εκστρατεία που ξεκίνησαν να χαρακτηρίσουν υπερβολικές τις ποινές (και δυστυχώς βρίσκουν τους περισσότερους πανεπιστημιακούς υποστηρικτές τους), θα μπορούσατε να διαλέξετε άλλο χρονικό σημείο (όχι συμπτωματικά τώρα) και κυρίως άλλα παραδείγματα. Υπάρχουν καταδικαστικές αποφάσεις βαρύτατες που επιβλήθηκαν χωρίς στην ουσία να αποδειχθεί ποτέ η κατηγορία.
Όχι που μου στηρίζετε αυτούς που έτρωγαν τα λεφτά μας για να κάνουν βίλες και τζακούζι. Από ευθυξία και μόνο δεν θα έπρεπε να αναφέρετε την περίπτωση των συναδέλφων σας... διότι πως να το κάνουμε τώρα.... και τα λεφτά δεν φεύγουν μόνα τους και οι βίλες δεν χτίζονται μόνες τους. Ακόμη τουλάχιστον...
Και σίγουρα δεν έχουν σχέση οι άνθρωποι που κλέβουν τυρί και σαλάμι μ' αυτούς που κλέβουν τα λεφτά μας για να κάνουν βίλες και να αγοράσουν ferarri. (που τους βγάζετε και τους δυο αδικημένους λες και είναι ίσοι και όμοιοι).
(Το ερέθισμα μας το έδωσε post του old-boy)
Παρασκευή 15 Ιουνίου 2007
Μια κοινωνία χίλιες κραυγές - Επεισόδιο 4ο
ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΧΙΛΙΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ είναι ο αποτυχημένος τίτλος ενός αποτυχημένου βιβλίου που το απέρριψαν όσοι εκδότες το διάβασαν. Το αφήνω λοιπόν και εγώ στην αιωνιότητα ανεβάζοντάς το στο internet.
Σας προειδοποιώ: Οποιασδήποτε μορφής χρήση αυτού του κειμένου χωρίς την έγκρισή μου Ε Π Ι Τ Ρ Ε Π Ε ΤΑ Ι…
(Μας έχουν πρήξει με τα πνευματικά δικαιώματα. Μωρέ μακάρι να το διαβάσετε και να σας σκάσει κανένα χαμόγελο).
(συνέχεια από post 13/6/2007)
Σας προειδοποιώ: Οποιασδήποτε μορφής χρήση αυτού του κειμένου χωρίς την έγκρισή μου Ε Π Ι Τ Ρ Ε Π Ε ΤΑ Ι…
(Μας έχουν πρήξει με τα πνευματικά δικαιώματα. Μωρέ μακάρι να το διαβάσετε και να σας σκάσει κανένα χαμόγελο).
(συνέχεια από post 13/6/2007)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
1 Ιουλίου 2005
Δέσε το χάραμα μικρή
κλωστίτσα για εμένα
και στην ανέμη άστηνε
να μην ξεχνάς την πένα
Οι δυο τους ήταν εκεί και τραγουδούσαν δυνατά, προσπαθώντας να
καλύψουν τον τραγουδιστή και να στείλουν τη φωνή τους μακριά, πέρα από
σοκάκια και πόλεις, πέρα από μήνες και χρόνια. Το τραγούδι ήλθε να τους
θυμίσει αυτά που ποτέ δεν ξέχασαν, να φέρει πίσω αυτά, που ποτέ δεν πέρασαν...
-«Πίνω στα καλύτερα χρόνια της ζωής μας. Συμφωνείς Ορέστη;»
Ορέστης Αργυρίου
Τελείωσε τη σχολή μετά το στρατιωτικό.
Παρακολουθεί κατά καιρούς μαθήματα σε
θεατρικά εργαστήρια. Για τρία χρόνια τραγουδούσε
σε μια ροκ μπάντα κάνοντας ένα από τα όνειρά του
πραγματικότητα. Έπαψε να πιστεύει σε ιδεολογίες.
Εργάζεται σε μια μεγάλη πολυεθνική στην Αθήνα.
Αρραβωνιασμένος εδώ και 4 χρόνια με τη Τζένη.
Η σχέση τους έβγαλε σε αδιέξοδο. Εξακολουθεί
να του αρέσει η ζαλάδα του αλκοόλ. Δεν θέλει
να γίνεται κουραστικός. Συνειδητοποιεί ότι δεν
θα παντρευτεί.
-«Πίνω στα ομορφότερα λουλούδια, αυτά που άντεξαν μια εικοσαετία και θα
αντέξουν και άλλη μία ... και να σου πω κάτι Στέφανε; Δεν θα μαραθούν ποτέ».
Στέφανος Αλεξόπουλος
Τελείωσε τη σχολή πρώτος από την παρέα.
Στο στρατό ήταν δόκιμος. Έχει παθολογική αδυναμία
στη μητέρα του. Παντρεύτηκε πλούσια Σερραία και
έγινε διευθύνων σύμβουλος στις επιχειρήσεις του
πατέρα της. Τον ενδιαφέρει η πολιτική. Παλιά
ονειρευόταν να φτιάξει έναν νέο κόσμο. Τώρα εύχεται
να μην χειροτερέψει και άλλο ο παρών. Πηγαίνει
στον κινηματογράφο. Πονηρός, ικανός για τα πάντα.
Έχει ένα γιο 7 χρονών και μία κόρη 4. Υπεραγαπά
την οικογένειά του. Του αρέσει ν' ακούει ιστορίες.
Γελάει πολύ γιατί θέλει να ζήσει πολύ.
Το συμπαθητικό κουτουκάκι του κυρ Ηλία φαινόταν να είναι το ιδανικό
μέρος για τους δύο άντρες. Ρεμπέτικοι ήχοι, καθαρά βλέμματα και ζαλισμένα
χαμόγελα, που κάνουν τη καρδιά σου να μοιάζει με το σκουριασμένο λυχνάρι που διακοσμεί τον απέναντι τοίχο ...την ακουμπάς και ζητάς ζωή .. και η επιθυμία σου γίνεται πραγματικότητα.
-«Κοίτα λίγο γύρω σου Στέφανε. Όλοι χαμογελούν και διασκεδάζουν. Τι έγινε;
Τα προβλήματα και το άγχος ξέχασαν να έλθουν στη Μακεδονία;»
-«Δεν μπήκαν όλοι με κέφι εδώ μέσα αλλά για αυτό ήλθαν, για να το βρουν εδώ. Αν βάλεις το κόκκινο κρασί και το άσπρο μουστάκι του κυρ Ηλία, τι μας
κάνουν; Το ανάλαφρο χρώμα της ξεγνοιασιάς. Και αυτό το βρίσκεις όλο και πιο σπάνια σήμερα. Αχ, από τότε που γνώρισα τον κυρ Ηλία και μ' έφερε για πρώτη φορά στο μαγαζάκι του βρήκα την υγειά μου σ' αυτήν την πόλη.
-«Εννέα χρόνια στις Σέρρες, δεν την αγάπησες ακόμα;»
-«Την πόλη όχι, τους ανθρώπους της, ναι. Μπεσαλήδες άνθρωποι, που με κάνουν πολλές φορές να σκέφτομαι ότι αξίζει να γεράσω εδώ. Μετά βγαίνω έξω και δεν σταματώ να μετρώ ορόφους και τόνους από μπετόν και τσιμέντο. Όσο και να θες, δεν μπορείς να τη χωνέψεις τέτοια τσιμεντούπολη. Θα σου κάτσει βαριά όσο αναίσθητος και αν είσαι. Τα πουλιά δυσκολεύονται να πετάξουν και βρίσκουν καταφύγιο στα μπαλκόνια του κάθε 5ου ορόφου, το καταλαβαίνεις; Έχουν ξεχάσει ακόμα και αυτά πώς είναι να πετάς κοντά στον ήλιο».
-«Αλήθεια, ο Μάκης ο Σερραίος τί κάνει; Τον βλέπεις καθόλου; Αν θυμάμαι καλά
κάνει μια τηλεοπτική εκπομπή, έτσι δεν είναι;»
-«Έτσι ήταν» απάντησε με έμφαση ο Στέφανος και συνεχίζει... «Σου μιλάω για 5-6 χρόνια πριν. Ο Μάκης είναι το νούμερο ένα στη σερραϊκή τηλεόραση, αμοίβεται καλά για τα δεδομένα της επαρχίας και είναι αρραβωνιασμένος με την Άσπα, μια κοπέλα με την οποία ήταν ερωτευμένος από τα 20 χρόνια του, χωρίς αυτή να του δώσει ποτέ σημασία και η οποία εντελώς συμπτωματικά τον ερωτεύτηκε μόλις τον είδε στο γυαλί. Μάλιστα επειδή κάναμε και παρέα τότε με τον Μάκη, ξέρω ότι είχε και κάποιες προτάσεις από την Αθήνα αλλά δεν έβαζε τίποτα πάνω από τον έρωτά του και τον επικείμενο γάμο του με την κοπέλα που αγαπούσε. Ένα πρωί λοιπόν, λίγες μέρες πριν το γάμο, ο Μάκης είναι στο κανάλι και τηλεφωνεί σ' ένα φίλο του να πάει να τον πάρει, γιατί βρέχει και ο Μάκης είναι με το μηχανάκι, για να πάνε μαζί να κλείσουν το γαμήλιο ταξίδι. Εκείνος του απαντάει ότι έχει μια δουλίτσα και σε μισή ώρα ο Μάκης αποφασίζει να πάει ν' αφήσει το μηχανάκι και να πάρει το αυτοκίνητο γιατί θα του χρειαζόταν αργότερα. Όταν φτάνει όμως εκεί, βλέπει ότι αυτό είναι αδύνατο επειδή ένα μπλε OPEL τον έχει κλείσει... Μάλιστα αυτό το OPEL ήταν του φίλου του, που περίμενε εδώ και μισή ώρα. Σκέφτεται, πονηρεύεται, αγριεύει. Νευριασμένος αλλά και ύπουλος ανεβαίνει από τις σκάλες για να μην ακουστεί το ασανσέρ. Φτάνει σιγά σιγά έξω από την πόρτα του σπιτιού του και ...ανοίγει απότομα την πόρτα και τρέχει γρήγορα στην κρεβατοκάμαρα όπου βρίσκει την Άσπα γυμνή και ξαπλωμένη. Η ηλίθια έκφρασή της τον τσαντίζει ακόμα περισσότερο. Ανοίγει την ντουλάπα, ψάχνει κάτω από το κρεβάτι ...τίποτα. Η Άσπα αναστατωμένη τρέχει απόπίσω του γυμνή και του φωνάζει να ηρεμήσει ενώ συγχρόνως τον ρωτάει συνέχεια αν τρελάθηκε. Ο Μάκης ασταμάτητος ανοίγει πόρτες, μπαίνει σ' όλα τα δωμάτια, ψάχνει το καθιστικό, την κουζίνα, την αποθήκη, το δωμάτιο που προοριζόταν να
γίνει το παιδικό ... μα δεν βρίσκει τίποτα ώσπου σκέφτεται ότι δεν έχει ψάξει
ακόμη μόνο ένα χώρο. Τρέχει στο μπάνιο, ανοίγει την πόρτα με βία και όμως
τίποτα. Σκεφτικός αρχίζει να βγαίνει αργοκλείνοντας την πόρτα. Όταν
ξανανοίγει κάνει τρία βήματα μέσα και τραβάει το κουρτινάκι της μπανιέρας...
-«Φαντάζομαι ότι κάνεις ένα μπάνιο και έρχεσαι στο κανάλι» του είπε και τον
έφτυσε. Φεύγοντας έριξε μια γροθιά και την Άσπα. Από τότε πήγε στην Αθήνα
και δουλεύει σε μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό ...δεν ξέρω ακριβώς».
-«Και το ίδιο ερώτημα παραμένει αναπάντητο εδώ και χρόνια» πήρε το λόγο ο
Ορέστης προσπαθώντας να βγάλει ένα συμπέρασμα ... «γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες, αφού στον κόσμο λίγες είναι οι κύριες;» ..και ο κυρ Ηλίας εξυπηρετούσε τους πελάτες χωρίς άγχος και βιασύνες, οι φίλοι γελούσαν και θυμόντουσαν παλιές ιστορίες, το μπουζούκι έκλαιγε...
1 Ιουλίου 2005
Δέσε το χάραμα μικρή
κλωστίτσα για εμένα
και στην ανέμη άστηνε
να μην ξεχνάς την πένα
Οι δυο τους ήταν εκεί και τραγουδούσαν δυνατά, προσπαθώντας να
καλύψουν τον τραγουδιστή και να στείλουν τη φωνή τους μακριά, πέρα από
σοκάκια και πόλεις, πέρα από μήνες και χρόνια. Το τραγούδι ήλθε να τους
θυμίσει αυτά που ποτέ δεν ξέχασαν, να φέρει πίσω αυτά, που ποτέ δεν πέρασαν...
-«Πίνω στα καλύτερα χρόνια της ζωής μας. Συμφωνείς Ορέστη;»
Ορέστης Αργυρίου
Τελείωσε τη σχολή μετά το στρατιωτικό.
Παρακολουθεί κατά καιρούς μαθήματα σε
θεατρικά εργαστήρια. Για τρία χρόνια τραγουδούσε
σε μια ροκ μπάντα κάνοντας ένα από τα όνειρά του
πραγματικότητα. Έπαψε να πιστεύει σε ιδεολογίες.
Εργάζεται σε μια μεγάλη πολυεθνική στην Αθήνα.
Αρραβωνιασμένος εδώ και 4 χρόνια με τη Τζένη.
Η σχέση τους έβγαλε σε αδιέξοδο. Εξακολουθεί
να του αρέσει η ζαλάδα του αλκοόλ. Δεν θέλει
να γίνεται κουραστικός. Συνειδητοποιεί ότι δεν
θα παντρευτεί.
-«Πίνω στα ομορφότερα λουλούδια, αυτά που άντεξαν μια εικοσαετία και θα
αντέξουν και άλλη μία ... και να σου πω κάτι Στέφανε; Δεν θα μαραθούν ποτέ».
Στέφανος Αλεξόπουλος
Τελείωσε τη σχολή πρώτος από την παρέα.
Στο στρατό ήταν δόκιμος. Έχει παθολογική αδυναμία
στη μητέρα του. Παντρεύτηκε πλούσια Σερραία και
έγινε διευθύνων σύμβουλος στις επιχειρήσεις του
πατέρα της. Τον ενδιαφέρει η πολιτική. Παλιά
ονειρευόταν να φτιάξει έναν νέο κόσμο. Τώρα εύχεται
να μην χειροτερέψει και άλλο ο παρών. Πηγαίνει
στον κινηματογράφο. Πονηρός, ικανός για τα πάντα.
Έχει ένα γιο 7 χρονών και μία κόρη 4. Υπεραγαπά
την οικογένειά του. Του αρέσει ν' ακούει ιστορίες.
Γελάει πολύ γιατί θέλει να ζήσει πολύ.
Το συμπαθητικό κουτουκάκι του κυρ Ηλία φαινόταν να είναι το ιδανικό
μέρος για τους δύο άντρες. Ρεμπέτικοι ήχοι, καθαρά βλέμματα και ζαλισμένα
χαμόγελα, που κάνουν τη καρδιά σου να μοιάζει με το σκουριασμένο λυχνάρι που διακοσμεί τον απέναντι τοίχο ...την ακουμπάς και ζητάς ζωή .. και η επιθυμία σου γίνεται πραγματικότητα.
-«Κοίτα λίγο γύρω σου Στέφανε. Όλοι χαμογελούν και διασκεδάζουν. Τι έγινε;
Τα προβλήματα και το άγχος ξέχασαν να έλθουν στη Μακεδονία;»
-«Δεν μπήκαν όλοι με κέφι εδώ μέσα αλλά για αυτό ήλθαν, για να το βρουν εδώ. Αν βάλεις το κόκκινο κρασί και το άσπρο μουστάκι του κυρ Ηλία, τι μας
κάνουν; Το ανάλαφρο χρώμα της ξεγνοιασιάς. Και αυτό το βρίσκεις όλο και πιο σπάνια σήμερα. Αχ, από τότε που γνώρισα τον κυρ Ηλία και μ' έφερε για πρώτη φορά στο μαγαζάκι του βρήκα την υγειά μου σ' αυτήν την πόλη.
-«Εννέα χρόνια στις Σέρρες, δεν την αγάπησες ακόμα;»
-«Την πόλη όχι, τους ανθρώπους της, ναι. Μπεσαλήδες άνθρωποι, που με κάνουν πολλές φορές να σκέφτομαι ότι αξίζει να γεράσω εδώ. Μετά βγαίνω έξω και δεν σταματώ να μετρώ ορόφους και τόνους από μπετόν και τσιμέντο. Όσο και να θες, δεν μπορείς να τη χωνέψεις τέτοια τσιμεντούπολη. Θα σου κάτσει βαριά όσο αναίσθητος και αν είσαι. Τα πουλιά δυσκολεύονται να πετάξουν και βρίσκουν καταφύγιο στα μπαλκόνια του κάθε 5ου ορόφου, το καταλαβαίνεις; Έχουν ξεχάσει ακόμα και αυτά πώς είναι να πετάς κοντά στον ήλιο».
-«Αλήθεια, ο Μάκης ο Σερραίος τί κάνει; Τον βλέπεις καθόλου; Αν θυμάμαι καλά
κάνει μια τηλεοπτική εκπομπή, έτσι δεν είναι;»
-«Έτσι ήταν» απάντησε με έμφαση ο Στέφανος και συνεχίζει... «Σου μιλάω για 5-6 χρόνια πριν. Ο Μάκης είναι το νούμερο ένα στη σερραϊκή τηλεόραση, αμοίβεται καλά για τα δεδομένα της επαρχίας και είναι αρραβωνιασμένος με την Άσπα, μια κοπέλα με την οποία ήταν ερωτευμένος από τα 20 χρόνια του, χωρίς αυτή να του δώσει ποτέ σημασία και η οποία εντελώς συμπτωματικά τον ερωτεύτηκε μόλις τον είδε στο γυαλί. Μάλιστα επειδή κάναμε και παρέα τότε με τον Μάκη, ξέρω ότι είχε και κάποιες προτάσεις από την Αθήνα αλλά δεν έβαζε τίποτα πάνω από τον έρωτά του και τον επικείμενο γάμο του με την κοπέλα που αγαπούσε. Ένα πρωί λοιπόν, λίγες μέρες πριν το γάμο, ο Μάκης είναι στο κανάλι και τηλεφωνεί σ' ένα φίλο του να πάει να τον πάρει, γιατί βρέχει και ο Μάκης είναι με το μηχανάκι, για να πάνε μαζί να κλείσουν το γαμήλιο ταξίδι. Εκείνος του απαντάει ότι έχει μια δουλίτσα και σε μισή ώρα ο Μάκης αποφασίζει να πάει ν' αφήσει το μηχανάκι και να πάρει το αυτοκίνητο γιατί θα του χρειαζόταν αργότερα. Όταν φτάνει όμως εκεί, βλέπει ότι αυτό είναι αδύνατο επειδή ένα μπλε OPEL τον έχει κλείσει... Μάλιστα αυτό το OPEL ήταν του φίλου του, που περίμενε εδώ και μισή ώρα. Σκέφτεται, πονηρεύεται, αγριεύει. Νευριασμένος αλλά και ύπουλος ανεβαίνει από τις σκάλες για να μην ακουστεί το ασανσέρ. Φτάνει σιγά σιγά έξω από την πόρτα του σπιτιού του και ...ανοίγει απότομα την πόρτα και τρέχει γρήγορα στην κρεβατοκάμαρα όπου βρίσκει την Άσπα γυμνή και ξαπλωμένη. Η ηλίθια έκφρασή της τον τσαντίζει ακόμα περισσότερο. Ανοίγει την ντουλάπα, ψάχνει κάτω από το κρεβάτι ...τίποτα. Η Άσπα αναστατωμένη τρέχει απόπίσω του γυμνή και του φωνάζει να ηρεμήσει ενώ συγχρόνως τον ρωτάει συνέχεια αν τρελάθηκε. Ο Μάκης ασταμάτητος ανοίγει πόρτες, μπαίνει σ' όλα τα δωμάτια, ψάχνει το καθιστικό, την κουζίνα, την αποθήκη, το δωμάτιο που προοριζόταν να
γίνει το παιδικό ... μα δεν βρίσκει τίποτα ώσπου σκέφτεται ότι δεν έχει ψάξει
ακόμη μόνο ένα χώρο. Τρέχει στο μπάνιο, ανοίγει την πόρτα με βία και όμως
τίποτα. Σκεφτικός αρχίζει να βγαίνει αργοκλείνοντας την πόρτα. Όταν
ξανανοίγει κάνει τρία βήματα μέσα και τραβάει το κουρτινάκι της μπανιέρας...
-«Φαντάζομαι ότι κάνεις ένα μπάνιο και έρχεσαι στο κανάλι» του είπε και τον
έφτυσε. Φεύγοντας έριξε μια γροθιά και την Άσπα. Από τότε πήγε στην Αθήνα
και δουλεύει σε μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό ...δεν ξέρω ακριβώς».
-«Και το ίδιο ερώτημα παραμένει αναπάντητο εδώ και χρόνια» πήρε το λόγο ο
Ορέστης προσπαθώντας να βγάλει ένα συμπέρασμα ... «γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες, αφού στον κόσμο λίγες είναι οι κύριες;» ..και ο κυρ Ηλίας εξυπηρετούσε τους πελάτες χωρίς άγχος και βιασύνες, οι φίλοι γελούσαν και θυμόντουσαν παλιές ιστορίες, το μπουζούκι έκλαιγε...
Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007
Είδηση!
Ό,τι και να διαβάζετε για την υγεία του Αρχιεπισκόπου, οι πληροφορίες μιλάνε για πολύ χειρότερα ευρήματα από αυτά που βγαίνουν στη δημοσιότητα.
Προσωπικά κατατάσσω τον εαυτό του στους μεγαλύτερους εχθρούς της πολιτικής Χριστόδουλου... γιατί πολιτική έκανε. Επίσης θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που ήμουν σ' αυτό το γραφείο την περίοδο που αποκαλύφθηκαν όσα αποκαλύφθηκαν σχετικά με τη δράση του και τις ενέργειές του. Νομίζω ότι έχω ολοκληρωμένη εικόνα. Μελανή, κακή, δυσμενή αλλά ολοκληρωμένη. Μ' αυτά που έμαθα όμως, αποφασίζω να σταματήσω τα σχόλια και την κριτική.
Προσωπικά κατατάσσω τον εαυτό του στους μεγαλύτερους εχθρούς της πολιτικής Χριστόδουλου... γιατί πολιτική έκανε. Επίσης θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που ήμουν σ' αυτό το γραφείο την περίοδο που αποκαλύφθηκαν όσα αποκαλύφθηκαν σχετικά με τη δράση του και τις ενέργειές του. Νομίζω ότι έχω ολοκληρωμένη εικόνα. Μελανή, κακή, δυσμενή αλλά ολοκληρωμένη. Μ' αυτά που έμαθα όμως, αποφασίζω να σταματήσω τα σχόλια και την κριτική.
Aγαπητό μου ημερολόγιο 7
Πως λες στον πατέρα σου ότι έχει ένα χρόνο ζωής;
Πως ξεκινάς αυτή τη συζήτηση;
Ο φίλος μας πρέπει να τα σκεφτεί όλα αυτά άμεσα.
Θυμάσαι ημερολόγιό μου που τα περάσαμε και εμείς αυτά πέρυσι;
Πως λες στη μητέρα σου ότι έσβησε και η τελευταία ελπίδα; Πως της λες ότι η εγχείριση απέτυχε, όταν ξυπνήσει από την νάρκωση; Πως της λες ότι μπήκαμε στον τελευταίο μήνα;
Πως της λες ότι δεν βγαίνει ο μήνας;
Ο υιός πρέπει να σταθεί απέναντι από τον πατέρα του και να του πει ότι έχει ένα χρόνο ζωής. Κουράγιο φίλε. Κλάψε φίλε.
Πως ξεκινάς αυτή τη συζήτηση;
Ο φίλος μας πρέπει να τα σκεφτεί όλα αυτά άμεσα.
Θυμάσαι ημερολόγιό μου που τα περάσαμε και εμείς αυτά πέρυσι;
Πως λες στη μητέρα σου ότι έσβησε και η τελευταία ελπίδα; Πως της λες ότι η εγχείριση απέτυχε, όταν ξυπνήσει από την νάρκωση; Πως της λες ότι μπήκαμε στον τελευταίο μήνα;
Πως της λες ότι δεν βγαίνει ο μήνας;
Ο υιός πρέπει να σταθεί απέναντι από τον πατέρα του και να του πει ότι έχει ένα χρόνο ζωής. Κουράγιο φίλε. Κλάψε φίλε.
Ανέκδοτο !
Είστε ... δημοσιογράφος;;;
Ενας τυφλός λαγός και ένα τυφλό φίδι τρακάρουν μεταξύ τους μέσα στο δάσος.Με συγχωρείτε, λέει ο λαγός, δεν σας ειδα, γιατί είμαι τυφλός και είναι πολύ δύσκολο για έναν τυφλό να κυκλοφορεί στο δάσος.Μα τι λέτε, λέει το φίδι , σας καταλαβαίνω απόλυτα γιατι είμαι και εγώ τυφλός. Αλήθεια, τι ζώο είστε; Είμαι.... αρχίζει ο λαγός , αλλά το φίδι τον διακόπτει.Μη μου πείτε, θα το βρω μόνος μου, έχω πολύ καλή αφή. Λοιπον, έχετε μεγάλα αυτιά, πολύ μεγάλα αυτιά, επίσης έχετε μικρό κεφάλι, πολύ μικρό κεφάλι. Μήπως είστε λαγός? ΝΑΙ, ΝΑΙ το βρήκατε, μπράβο. Ας δοκιμάσω εγώ τώρα. Μα, είστε χαμηλά, μα τόσο χαμηλά σέρνεστε; Πάνω στο χώμα, μέσα στις λάσπες; Το δέρμα σας είναι κάπως γλοιώδες και η γλώσσα σας είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη θα έλεγα.
Το βρήκα, μήπως... είστε ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ;;;
Ενας τυφλός λαγός και ένα τυφλό φίδι τρακάρουν μεταξύ τους μέσα στο δάσος.Με συγχωρείτε, λέει ο λαγός, δεν σας ειδα, γιατί είμαι τυφλός και είναι πολύ δύσκολο για έναν τυφλό να κυκλοφορεί στο δάσος.Μα τι λέτε, λέει το φίδι , σας καταλαβαίνω απόλυτα γιατι είμαι και εγώ τυφλός. Αλήθεια, τι ζώο είστε; Είμαι.... αρχίζει ο λαγός , αλλά το φίδι τον διακόπτει.Μη μου πείτε, θα το βρω μόνος μου, έχω πολύ καλή αφή. Λοιπον, έχετε μεγάλα αυτιά, πολύ μεγάλα αυτιά, επίσης έχετε μικρό κεφάλι, πολύ μικρό κεφάλι. Μήπως είστε λαγός? ΝΑΙ, ΝΑΙ το βρήκατε, μπράβο. Ας δοκιμάσω εγώ τώρα. Μα, είστε χαμηλά, μα τόσο χαμηλά σέρνεστε; Πάνω στο χώμα, μέσα στις λάσπες; Το δέρμα σας είναι κάπως γλοιώδες και η γλώσσα σας είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη θα έλεγα.
Το βρήκα, μήπως... είστε ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ;;;
Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007
Είδηση!
Έχουμε νεότερα στο θέμα που είναι πολύ σημαντικότερο απ' όσο φαίνεται.... της ένταξης των κυριών Βάσιας Λόη και Αννίτας Πάνια στο ψηφοδέλτιο του ΛΑΟΣ.
ΔΕΝ θα κατεβούν τελικά. Η πρόταση έγινε (και αυτό είναι το θέμα) αλλά ευτυχώς οι κυρίες αποφάσισαν να αρνηθούν ευγενικά και να γυρίσουν την πλάτη στον τύπο (Γ.Καρατζαφέρη) που προσπάθησε να τις γελοιοποιήσει.
Όταν διαβάζουμε στις εφημερίδες δημοσιεύματα με τίτλο: "Λόη και Πάνια κατεβαίνουν με το ΛΑΟΣ" η πρώτη μας αντίδραση είναι εναντίον των κυριών. Τώρα όμως που μάθαμε την αλήθεια, ότι από το πουθενά, κάποια μέρα ένας από το ΛΑΟΣ τηλεφώνησε και τους έκανε πρόταση να μπουν στο ψηφοδέλτιο και μάλιστα την άλλη μέρα το είδαν στις εφημερίδες, πρέπει να συν0μολογήσουμε ότι η κυρία των μεσημεριανών (Λόη) και η κυρία του βραδινού(Πάνια) είναι πολύ εξυπνότερες από τον Γ. Καρατζαφέρη και τουλάχιστον έχουν πολύ υψηλότερο δείκτη πολιτικού πολιτισμού από την Καρατζαφεραδωνοπαρέα. Η Βάσια Λόη απάντησε "μα... είναι δυνατόν;" Και όμως ο Καρατζαφέρης το θεώρησε δυνατό. Και πάει να πάρει θέση στη Βουλή αυτός ο άνθρωπος.
Η Βάσια Λόη κάνει τηλεόραση. Είναι μια πανέμορφη κοπέλα που κάνει τηλεόραση. Δεν είπε ποτέ ότι είναι συγγραφέας ας πούμε. Ακόμη και τον τίτλο του δημοσιογράφου απαρνήθηκε όταν της την έπεσε το άλλο ιερό τέρας Τέρενς Κουίκ. (αλήθεια σ' αυτόν έκανε κανείς πρόταση;)
Η Πάνια είναι αυτή που είναι, που τη βλέπει το 20 - 30% του ελληνικού λαού και επίσης ποτέ δεν είπε ότι θέλει να κυβερνήσει την Ελλάδα. Άρα αυτές είναι ψώνια ή η Καρατζαφεραδωνοπαρέα είναι για γέλια...;
ΔΕΝ θα κατεβούν τελικά. Η πρόταση έγινε (και αυτό είναι το θέμα) αλλά ευτυχώς οι κυρίες αποφάσισαν να αρνηθούν ευγενικά και να γυρίσουν την πλάτη στον τύπο (Γ.Καρατζαφέρη) που προσπάθησε να τις γελοιοποιήσει.
Όταν διαβάζουμε στις εφημερίδες δημοσιεύματα με τίτλο: "Λόη και Πάνια κατεβαίνουν με το ΛΑΟΣ" η πρώτη μας αντίδραση είναι εναντίον των κυριών. Τώρα όμως που μάθαμε την αλήθεια, ότι από το πουθενά, κάποια μέρα ένας από το ΛΑΟΣ τηλεφώνησε και τους έκανε πρόταση να μπουν στο ψηφοδέλτιο και μάλιστα την άλλη μέρα το είδαν στις εφημερίδες, πρέπει να συν0μολογήσουμε ότι η κυρία των μεσημεριανών (Λόη) και η κυρία του βραδινού(Πάνια) είναι πολύ εξυπνότερες από τον Γ. Καρατζαφέρη και τουλάχιστον έχουν πολύ υψηλότερο δείκτη πολιτικού πολιτισμού από την Καρατζαφεραδωνοπαρέα. Η Βάσια Λόη απάντησε "μα... είναι δυνατόν;" Και όμως ο Καρατζαφέρης το θεώρησε δυνατό. Και πάει να πάρει θέση στη Βουλή αυτός ο άνθρωπος.
Η Βάσια Λόη κάνει τηλεόραση. Είναι μια πανέμορφη κοπέλα που κάνει τηλεόραση. Δεν είπε ποτέ ότι είναι συγγραφέας ας πούμε. Ακόμη και τον τίτλο του δημοσιογράφου απαρνήθηκε όταν της την έπεσε το άλλο ιερό τέρας Τέρενς Κουίκ. (αλήθεια σ' αυτόν έκανε κανείς πρόταση;)
Η Πάνια είναι αυτή που είναι, που τη βλέπει το 20 - 30% του ελληνικού λαού και επίσης ποτέ δεν είπε ότι θέλει να κυβερνήσει την Ελλάδα. Άρα αυτές είναι ψώνια ή η Καρατζαφεραδωνοπαρέα είναι για γέλια...;
Μια κοινωνία χίλιες κραυγές - Επεισόδιο 3ο
ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΧΙΛΙΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ είναι ο αποτυχημένος τίτλος ενός αποτυχημένου βιβλίου που το απέρριψαν όσοι εκδότες το διάβασαν. Το αφήνω λοιπόν και εγώ στην αιωνιότητα ανεβάζοντάς το στο internet.
ΣΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ: Οποιασδήποτε μορφής χρήση αυτού του κειμένου χωρίς την έγκρισή μου Ε Π Ι Τ Ρ Ε Π Ε ΤΑ Ι…
ΣΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ: Οποιασδήποτε μορφής χρήση αυτού του κειμένου χωρίς την έγκρισή μου Ε Π Ι Τ Ρ Ε Π Ε ΤΑ Ι…
(Μας έχουν πρήξει με τα πνευματικά δικαιώματα. Μωρέ μακάρι να το διαβάσετε και να σας σκάσει κανένα χαμόγελο).
(Μιάμιση ώρα αργότερα)
-«Ξύπνα Ορέστη, περασμένες 7 η ώρα, εγώ πάω στο σταθμό να πιω ένα καφεδάκι περιμένοντας το τρένο. Ήλθα να σε χαιρετίσω».
-«Τι λες ρε; ...Θα έλθω και εγώ στο σταθμό. Η Λένα πού είναι;»
(15 λεπτά αργότερα στο καφενεδάκι στο σταθμό)
Οι ράγες, που χρόνια τώρα στόλιζαν το έρημο τοπίο, έδειχναν πιο
ανυπόμονες από κάθε άλλη φορά. Αν τις ακολουθούσες μέχρις εκεί που χάνονταν από το μάτι σου θα μπορούσες να καταλάβεις πόσο βιάζονταν να ταξιδέψουν και να κάνουν τη ζωή να συνεχίζει να εξελίσσεται και τον κόσμο να συνεχίσει να γυρίζει. Λίγοι -ακόμα τότε- ταξιδιώτες είχαν καταφθάσει στο σταθμό και οι ολιγάριθμές τους αποσκευές δεν ήταν ακόμα ικανές να δώσουν το χρώμα και τις πινελιές της αγωνίας, της μελαγχολίας και του σκεπτικισμού, που άρμοζε στο χώρο.
-«Ο πατέρας μου πάντα, όταν πήγαινα στην Κατερίνη, μου παράγγελνε να του πάω καφέ Κομοτηνής. Θυμάμαι, πάντα μου έλεγε ακριβώς... ΄΄Στέφανε αν σου περισσεύουν λεφτά, φέρε να έχουμε και 250 γραμμάρια καφέ Κέκκερη''. Και σήμερα που θα έπρεπε να πάρω και για μένα, το ξέχασα εντελώς».
-«Οπότε, πιες τουλάχιστον αβασάνιστα αυτόν τον τελευταίο».
-«Κοίτα να δεις που όσο αργά και αν τον πίνω, τελειώνει και αυτός».
-«Σημασία δεν έχει ότι τελειώνει. Σημασία έχει ότι τη γεύση του και το άρωμά
του θα την έχεις για όλο το ταξίδι».
-«Νόμιζα ότι ήμουν εγώ ο ετοιμόλογος της παρέας».
-«Μην το σκέφτεσαι Στέφανε. Ένας κύκλος κλείνει, ένας άλλος ανοίγει. Έτσι να το δεις».
-«Μα εγώ έχω να κάνω και άλλα στην Κομοτηνή. Έχω και άλλα να ζήσω. Έχω και άλλα να μάθω. Δεν μετανιώνω για αυτά που έκανα. Μετανιώνω για την αργοπορία μου και τελικά για αυτά που δεν πρόλαβα να κάνω».
-«Κι όμως Στέφανε, αν σκεφτείς, μεγαλύτερη γλύκα έχουν τα όνειρα που τελικά δεν έγιναν πραγματικότητα. Αλλιώς δεν θα λέγονταν όνειρα. Δεν έχεις να αποδείξεις τίποτα και σε κανένα. Δεν τα έκανες γιατί προτίμησες να περάσεις την ώρα σου σε ανούσιες συζητήσεις και αναλύσεις με φίλους. Να σου πω κάτι;
Σε γουστάρω για αυτό».
-«Ίσως και να έχεις δίκιο. Αλλάζω τη θέση μου. Μετανιώνω που δεν πέρασα σε μια σχολή με 5 χρόνια φοίτησης».
-«Δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρει η μητέρα σου για άλλον ένα χρόνο; Γιατί εγώ στο λέω ότι, αν κάτσεις, κάθομαι».
-«Μην μου το ζητάς αυτό Ορέστη. Δεν γίνεται. Πάντως ορκίζομαι ότι αν το
παιδί μου περάσει σε πανεπιστήμιο θα του δώσω δικαίωμα 6ετούς φοίτησης».
-«Εγώ ορκίζομαι ότι αν το παιδί μου περάσει σε πανεπιστήμιο, θα το στείλω να γνωρίσειτον υιό σου... και αν έχεις κόρη, να την ξεπαρθενιάσει». Τα δυο παιδιά ξέσπασαν σε δυνατά γέλια.
-«Αχ, Ορέστη εδώ υποτίθεται ότι ήλθαμε να μελαγχολήσουμε και εσύ μας λες
μαλακίες».
-«Γιατί να μελαγχολήσουμε ρε; Τι είναι η ζωή; Μια τρέλα είναι ... και σε
ρωτάω. Δέχεσαι προκλήσεις; Σε προκαλώ ανεξάρτητα από την όποια κατάσταση οικονομική, κοινωνική ή οικογενειακή βρίσκεσαι τότε, ανεξάρτητα με το πού θα βρίσκεσαι και τι θα κάνεις, ανεξάρτητα με το πώς θα νιώθεις για μένα και πού θα βρισκόμαστε ... να ορκιστούμε τώρα ότι στα 40 μας χρόνια θα βρεθούμε και θα οργανώσουμε μια απίστευτη τρέλα μαζί. Εγώ ορκίζομαι».
Ο Ορέστης μιλούσε και μπορούσες να διακρίνεις τη φλόγα στα μάτια του
λες και είχε ανακαλύψει κάτι σημαντικό ή καλύτερα ... λες και είχε φτιάξει
αυτό που ήθελε, ένα κλουβί να δεσμεύσει την ελπίδα και τη νιότη.
-«Στα 40 μας λοιπόν Ορέστη. 2 Ιουλίου 2005 ...όπου και αν βρισκόμαστε, ό,τι
και αν έχουμε κάνει στη ζωή μας, όπως και αν είμαστε. Ορκίζομαι».
Τα δύο παιδιά κοιτάχτηκαν στα μάτια προσπαθώντας να δώσει ο ένας
στον άλλον να καταλάβει πόσο σημαντική ήταν αυτή η στιγμή.
-«Όπου και αν βρισκόμαστε, όπως και αν είμαστε» επανέλαβε ο Ορέστης και
άναψε το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου του. Τη γαλήνη και την αρμονία τις
έσκισαν στα δύο τα φρένα ενός παλιού taxi. Οι πίσω πόρτες άνοιξαν και
ξεπρόβαλαν ο Θανάσης και ο Μάκης.
Μάκης Αλεξίου
Σερραίος. Υπερήφανος για τον Καραμανλή και
τον Διονυσίου. Μοναχοπαίδι και καλομαθημένος.
Θεωρεί μεγάλη τιμή να τον αποκαλούν κιμπάρη.
Πίνει επιλεκτικά και τρώει τα πάντα. Προσαρμόζεται
εύκολα και γίνεται η ψυχή της παρέας. Το όνειρό του
είναι να γίνει δημοσιογράφος. Ασχολείται με τις
φοιτητικές εκδρομές και τον συνδικαλισμό.
Του αρέσει να ακούει τους άλλους και σπάνια
μιλάει για τον εαυτό του. Ο ίδιος λέει ότι είναι
ντροπαλός. Αυτό δεν το κατάλαβε ποτέ κανένας.
Ο Θανάσης πλήρωσε το taxi, ο Μάκης κέρασε ένα δεύτερο γύρο καφέ σ'
όλους και άρχισε να διηγείται την επεισοδιακή τους νύχτα.
-«Ήταν περίπου 4.00, όταν φύγαμε από την πλατεία με τα κορίτσια με προορισμό το σπίτι μου. Στο δρόμο όμως θυμάμαι πως στο σπίτι μου, στο διπλανό δωμάτιο κοιμάται ο συγκάτοικός μου με τη μητέρα του, που ήλθε σήμερα. Εντωμεταξύ δεν υπάρχει και άλλη λύση, διότι οι κοπέλες μένουν στην εστία -απορρίπτεται- ενώ ο Θανάσης λέει ότι αν ακούσει η γειτόνισσά του γυναικείες φωνές το βράδυ από το διαμέρισμά του, θα έχει φασαρίες. Μεταξύ μας, αυτό δεν το έχω καταλάβει αλλά τέλος πάντων. Μπαίνουμε σιγά σιγά στο σπίτι, σχεδόν πετάμε προς το δωμάτιό μου. Βάζουμε απαλή μουσική και καθόμαστε να γνωριστούμε καλύτερα, με χαμηλό φωτισμό, εμείς οι τέσσερεις και ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι SOYTHERN.
Ο Θανάσης καθαρά γουστάρει την Ειρήνη και εγώ φανερά την πέφτω στη Βάσω. Σε λίγο, χαμηλόφωνα και πάντα προσεκτικά, ο Θανάσης έχει την τρομερή ιδέα να παίξουμε μπουκάλα με το άδειο SOYTHERN, εμείς ζητωκραυγάζουμε -πάντα χαμηλόφωνα- και καθόμαστε σε κύκλο. Και εκεί που το παιχνίδι άναβε σιγά σιγά και τα φιλιά γίνονταν όλο και πιο παθιάρικα, κάποια στιγμή η Βάσω, αδιαφορώντας για τους κανόνες του παιχνιδιού, σκύβει, αγκαλιάζει την Ειρήνη και τη φιλάει. Και εκεί που καθόμασταν χαμηλόφωνα, πλέον μείναμε άφωνοι. Σε δευτερόλεπτα οι δυο τους κυλιούνται στο πάτωμα και χαιδεύονται και φιλιούνται με τέτοιο πάθος, που βάζεις στοίχημα πως δεν είναι η πρώτη τους φορά, ενώ δεν μπορείς παρά να υποστείς αυτό το ηλίθιο χαμόγελο που έχει παγώσει στο πρόσωπό σου. Τι κάνεις τότε; Κάθεσαι λίγο με κλειστά τα μάτια, συγκεντρώνεσαι και τα ανοίγεις απότομα. Αν οι δυο ξανθιές ακόμα φιλιούνται μπροστά σου και έχεις βεβαιωθεί ότι δεν είναι παρενέργεια του αλκοόλ ...τότε απλά γδύνεσαι. Σε λιγότερο από ένα λεπτό είμαστε γυμνοί και έτοιμοι να γίνουμε μέρος μιας συγκλονιστικής περιπέτειας που μας επιφύλαξε η νύχτα και τότε έχω τη φαεινή ιδέα να πω στον Θανάση να κλειδώσει την πόρτα για καλό και για κακό. Απλά έπρεπε να το είχα πει δυο δευτερόλεπτα νωρίτερα. Η μητέρα
του συγκατοίκου μου ανοίγει την πόρτα (αργότερα είπε ότι μπήκε για να
κλείσει το ραδιόφωνο που είχα ξεχάσει ανοικτό) και επειδή βλέπει μπροστά της μια φιγούρα στο σκοτάδι (ήταν ο Θανάσης που πήγαινε να κλειδώσει εκείνη τη στιγμή) τρομάζει και ανάβει το φως. Ο Θανάσης σε μια προσπάθεια αυτοθυσίας βάζει το γυμνό του κορμί μπροστά στην οπτική γωνία της μητέρας του συγκατοίκου αλλά είναι ήδη αργά. Η μητέρα του συγκατοίκου όχι μόνο τα είδε όλα αλλά βάλθηκε να τα γνωστοποιήσει και σ' όλη την πολυκατοικία με τις φωνές της 5.00 τα ξημερώματα. Εμείς διατηρήσαμε τη ψυχραιμία μας, ντυθήκαμε, πήγαμε τις κοπέλες στην πιάτσα των taxi, όπου μας χαιρέτησαν σαν να μην συμβαίνει τίποτα και πήγαμε στην πλατεία να σας βρούμε αλλά είχατε φύγει. Φάγαμε από μια ωραιότατη κοτόσουπα στου Rotwan, που μας τις κέρασε, όταν του διηγηθήκαμε την ιστορία μας και ήλθαμε να ξεπροβοδίσουμε το φιλαράκι μας».
Ο Στέφανος και ο Ορέστης ακόμα γελούσαν από την ιστορία που είχαν
ακούσει ενώ ο Θανάσης κοιτούσε τον Μάκη κάθε τόσο και ξεσπούσαν σε γέλιο δυνατό και τρανταχτό δείχνοντας του το κουτάκι με τα προφυλακτικά, που ούτεκ' αν είχε ανοίξει.
Σιγά σιγά άρχισε να έρχεται και άλλος κόσμος στο σταθμό, που θα
ταξίδευε μ' αυτό το τρένο. Ανάμεσα τους και ένας λερωμένος, μεθυσμένος
ψηλός, που ερχόταν τρέχοντας με αγωνία. Όταν όμως είδε από απόσταση τον
Στέφανο και βεβαιώθηκε ότι πρόλαβε το τρένο, ηρέμησε και τότε φάνηκε στο
βάδισμά του το πόσο κουρασμένος και ταλαιπωρημένος ήταν. Ο Γιώργος ήλθε και σωριάστηκε στο τραπέζι φωνάζοντας ότι αφού πρόλαβε ν' αποχαιρετήσει στο σταθμό τον Στέφανο, πλέον θα μπορούσε ο Θεός να τον πάρει και να τον αναπαύσει, γιατί του το όφειλε. Αφού συνήλθε κάπως με δύο γερές γουλιές καφέ, άρχισε τη δική του ιστορία.
-«Εγώ παιδιά, όταν έφυγα από την πλατεία, δεν ήξερα πού πήγαινα, ήμουν
κομμάτια. Το προηγούμενο βράδυ πάλι δεν είχα κοιμηθεί, γιατί παίζαμε χαρτιά
στου Δημήτρη και χθες άρχισα να πίνω από τη στιγμή που πήγα στο σπίτι του
Στέφανου κατά τις 8.00. Ξεκινάμε λοιπόν με τη Σόνια να πάμε στο σπίτι της.
Εγώ είμαι σε μια αισχρή κατάσταση και το μόνο που σκέφτομαι είναι ο ύπνος.
Της προτείνω λοιπόν να πάμε στο δικό μου, που είναι πιο κοντά. Δεν ξέρω αν
δέχτηκε ή αν ήλθε με το ζόρι. Την επόμενη στιγμή είμαι έξω από την εξώπορτα του σπιτιού μου. Το σώμα μου με πήγε μόνο του. Η Σόνια με κρατάει όρθιο και εγώ αντί να βγάλω το κλειδί από την τσέπη μου, βγάζω ένα κουτάκι προφυλακτικά, που δεν ξέρω πώς βρέθηκαν εκεί. Μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις και προσπαθώ να συγκεντρωθώ ...τίποτα ...πουθενά κλειδί. Θέλω να βάλω τα κλάματα. Δεν έχω λεφτά και έχω χάσει το κλειδί μου και είμαι λίγο πριν καταρρεύσω. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Πρέπει να πάμε στο σπίτι της Σόνιας. Φτάνουμε μετά από 25 εφιαλτικά λεπτά. Πέφτω δύο φορές κάτω, σκίζω τον αγκώνα μου, γεμίζω αίματα και η Σόνια συνέχεια μου λέει υπομονή. Με τα πολλά φτάνουμε στο σπίτι της και δεν μπορείτε να πιστέψετε τι έγινε! Η Σόνια διαπιστώνει ότι έχει χάσει και αυτή το κλειδί της. Εγώ τότε της δίνω τα προφυλακτικά για να έχει κάτι τουλάχιστον στην τσέπη της. Αυτή ξεκαρδίζεται αλλά εμένα δεν μου φαίνεται τελικά και τόσο αστείο και έχοντας χάσει κάθε ελπίδα και δύναμη αποφασίζω να λιποθυμήσω εκεί που βρίσκομαι. Η Σόνια συνεχίζει να μου λέει να κάνω υπομονή και αποφασίζει να πάμε να κοιμηθούμε σε μια φίλη της, που δεν θα έχει πρόβλημα. Αυτή τη διαδρομή δεν τη θυμάμαι καθόλου. Το μόνο που με συνέφερε ήταν η όψη του Περικλή, του υιού του σπιτονοικοκύρη μου, που τότε γυρνούσε σπίτι του και έμενε στην ίδια πολυκατοικία με τη φίλη της Σόνιας. Χωρίς να με δει αρχίζω να τρέχω γιατί υποτίθεται ότι εγώ είμαι στην Άρτα και προσπαθώ να κρυφτώ κάπου. Αντιλαμβάνομαι και εγώ ο ίδιος ότι δεν τρέχω σωστά. Τα πόδια μου κτυπούν το ένα το άλλο και κάποια στιγμή πέφτω πάνω σ' ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο και μετά από κάτω του. Από εκεί με σήκωσε η Σόνια, που μου είπε πως μ' έψαχνε τουλάχιστον είκοσι λεπτά. Μ' ανέβασε στο σπίτι της Μαρίνας -έτσι τη λένε τη φίλη της- η οποία τρόμαξε όταν μ' είδε. Το μόνο που πρόλαβα να της πω ήταν να βάλει το ξυπνητήρι στις 7.00. Μετά απλά έπεσα κάτω, στο χωλ. Βέβαια το ξυπνητήρι δεν χρειάστηκε, γιατί συνεχώς πήγαινα στην τουαλέτα για διάφορα πράγματα. Μετά σηκώθηκα, έκανα όοολο αυτό το δρόμο με τα πόδια μέχρι το σταθμό για να χαιρετήσω το φιλαράκι μου και σε δεύτερη φάση να ζητιανέψω λεφτά για τον κλειδαρά».
Ο Στέφανος έχει δακρύσει από το γέλιο, ο Ορέστης έχει πέσει πάνω
στον Στέφανο, ο Μάκης έσπασε το φλυτζάνι του καφέ και ο Θανάσης πνίγηκε με το νερό. 10 λεπτά αργότερα, η παρέα αγκαλιάζεται για τελευταία φορά μ'
εξαίρεση τον Γιώργο, που δεν άντεξε και κοιμήθηκε τελικά στο τραπέζι.
Ταξίδι φεύγω να σωθώ.
Μέσα στους κάμπους τρέχω.
Φύλαγε, κράτα τ' όνειρο.
Μακριά σου ακόμα απέχω.
-«Ξύπνα Ορέστη, περασμένες 7 η ώρα, εγώ πάω στο σταθμό να πιω ένα καφεδάκι περιμένοντας το τρένο. Ήλθα να σε χαιρετίσω».
-«Τι λες ρε; ...Θα έλθω και εγώ στο σταθμό. Η Λένα πού είναι;»
(15 λεπτά αργότερα στο καφενεδάκι στο σταθμό)
Οι ράγες, που χρόνια τώρα στόλιζαν το έρημο τοπίο, έδειχναν πιο
ανυπόμονες από κάθε άλλη φορά. Αν τις ακολουθούσες μέχρις εκεί που χάνονταν από το μάτι σου θα μπορούσες να καταλάβεις πόσο βιάζονταν να ταξιδέψουν και να κάνουν τη ζωή να συνεχίζει να εξελίσσεται και τον κόσμο να συνεχίσει να γυρίζει. Λίγοι -ακόμα τότε- ταξιδιώτες είχαν καταφθάσει στο σταθμό και οι ολιγάριθμές τους αποσκευές δεν ήταν ακόμα ικανές να δώσουν το χρώμα και τις πινελιές της αγωνίας, της μελαγχολίας και του σκεπτικισμού, που άρμοζε στο χώρο.
-«Ο πατέρας μου πάντα, όταν πήγαινα στην Κατερίνη, μου παράγγελνε να του πάω καφέ Κομοτηνής. Θυμάμαι, πάντα μου έλεγε ακριβώς... ΄΄Στέφανε αν σου περισσεύουν λεφτά, φέρε να έχουμε και 250 γραμμάρια καφέ Κέκκερη''. Και σήμερα που θα έπρεπε να πάρω και για μένα, το ξέχασα εντελώς».
-«Οπότε, πιες τουλάχιστον αβασάνιστα αυτόν τον τελευταίο».
-«Κοίτα να δεις που όσο αργά και αν τον πίνω, τελειώνει και αυτός».
-«Σημασία δεν έχει ότι τελειώνει. Σημασία έχει ότι τη γεύση του και το άρωμά
του θα την έχεις για όλο το ταξίδι».
-«Νόμιζα ότι ήμουν εγώ ο ετοιμόλογος της παρέας».
-«Μην το σκέφτεσαι Στέφανε. Ένας κύκλος κλείνει, ένας άλλος ανοίγει. Έτσι να το δεις».
-«Μα εγώ έχω να κάνω και άλλα στην Κομοτηνή. Έχω και άλλα να ζήσω. Έχω και άλλα να μάθω. Δεν μετανιώνω για αυτά που έκανα. Μετανιώνω για την αργοπορία μου και τελικά για αυτά που δεν πρόλαβα να κάνω».
-«Κι όμως Στέφανε, αν σκεφτείς, μεγαλύτερη γλύκα έχουν τα όνειρα που τελικά δεν έγιναν πραγματικότητα. Αλλιώς δεν θα λέγονταν όνειρα. Δεν έχεις να αποδείξεις τίποτα και σε κανένα. Δεν τα έκανες γιατί προτίμησες να περάσεις την ώρα σου σε ανούσιες συζητήσεις και αναλύσεις με φίλους. Να σου πω κάτι;
Σε γουστάρω για αυτό».
-«Ίσως και να έχεις δίκιο. Αλλάζω τη θέση μου. Μετανιώνω που δεν πέρασα σε μια σχολή με 5 χρόνια φοίτησης».
-«Δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρει η μητέρα σου για άλλον ένα χρόνο; Γιατί εγώ στο λέω ότι, αν κάτσεις, κάθομαι».
-«Μην μου το ζητάς αυτό Ορέστη. Δεν γίνεται. Πάντως ορκίζομαι ότι αν το
παιδί μου περάσει σε πανεπιστήμιο θα του δώσω δικαίωμα 6ετούς φοίτησης».
-«Εγώ ορκίζομαι ότι αν το παιδί μου περάσει σε πανεπιστήμιο, θα το στείλω να γνωρίσειτον υιό σου... και αν έχεις κόρη, να την ξεπαρθενιάσει». Τα δυο παιδιά ξέσπασαν σε δυνατά γέλια.
-«Αχ, Ορέστη εδώ υποτίθεται ότι ήλθαμε να μελαγχολήσουμε και εσύ μας λες
μαλακίες».
-«Γιατί να μελαγχολήσουμε ρε; Τι είναι η ζωή; Μια τρέλα είναι ... και σε
ρωτάω. Δέχεσαι προκλήσεις; Σε προκαλώ ανεξάρτητα από την όποια κατάσταση οικονομική, κοινωνική ή οικογενειακή βρίσκεσαι τότε, ανεξάρτητα με το πού θα βρίσκεσαι και τι θα κάνεις, ανεξάρτητα με το πώς θα νιώθεις για μένα και πού θα βρισκόμαστε ... να ορκιστούμε τώρα ότι στα 40 μας χρόνια θα βρεθούμε και θα οργανώσουμε μια απίστευτη τρέλα μαζί. Εγώ ορκίζομαι».
Ο Ορέστης μιλούσε και μπορούσες να διακρίνεις τη φλόγα στα μάτια του
λες και είχε ανακαλύψει κάτι σημαντικό ή καλύτερα ... λες και είχε φτιάξει
αυτό που ήθελε, ένα κλουβί να δεσμεύσει την ελπίδα και τη νιότη.
-«Στα 40 μας λοιπόν Ορέστη. 2 Ιουλίου 2005 ...όπου και αν βρισκόμαστε, ό,τι
και αν έχουμε κάνει στη ζωή μας, όπως και αν είμαστε. Ορκίζομαι».
Τα δύο παιδιά κοιτάχτηκαν στα μάτια προσπαθώντας να δώσει ο ένας
στον άλλον να καταλάβει πόσο σημαντική ήταν αυτή η στιγμή.
-«Όπου και αν βρισκόμαστε, όπως και αν είμαστε» επανέλαβε ο Ορέστης και
άναψε το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου του. Τη γαλήνη και την αρμονία τις
έσκισαν στα δύο τα φρένα ενός παλιού taxi. Οι πίσω πόρτες άνοιξαν και
ξεπρόβαλαν ο Θανάσης και ο Μάκης.
Μάκης Αλεξίου
Σερραίος. Υπερήφανος για τον Καραμανλή και
τον Διονυσίου. Μοναχοπαίδι και καλομαθημένος.
Θεωρεί μεγάλη τιμή να τον αποκαλούν κιμπάρη.
Πίνει επιλεκτικά και τρώει τα πάντα. Προσαρμόζεται
εύκολα και γίνεται η ψυχή της παρέας. Το όνειρό του
είναι να γίνει δημοσιογράφος. Ασχολείται με τις
φοιτητικές εκδρομές και τον συνδικαλισμό.
Του αρέσει να ακούει τους άλλους και σπάνια
μιλάει για τον εαυτό του. Ο ίδιος λέει ότι είναι
ντροπαλός. Αυτό δεν το κατάλαβε ποτέ κανένας.
Ο Θανάσης πλήρωσε το taxi, ο Μάκης κέρασε ένα δεύτερο γύρο καφέ σ'
όλους και άρχισε να διηγείται την επεισοδιακή τους νύχτα.
-«Ήταν περίπου 4.00, όταν φύγαμε από την πλατεία με τα κορίτσια με προορισμό το σπίτι μου. Στο δρόμο όμως θυμάμαι πως στο σπίτι μου, στο διπλανό δωμάτιο κοιμάται ο συγκάτοικός μου με τη μητέρα του, που ήλθε σήμερα. Εντωμεταξύ δεν υπάρχει και άλλη λύση, διότι οι κοπέλες μένουν στην εστία -απορρίπτεται- ενώ ο Θανάσης λέει ότι αν ακούσει η γειτόνισσά του γυναικείες φωνές το βράδυ από το διαμέρισμά του, θα έχει φασαρίες. Μεταξύ μας, αυτό δεν το έχω καταλάβει αλλά τέλος πάντων. Μπαίνουμε σιγά σιγά στο σπίτι, σχεδόν πετάμε προς το δωμάτιό μου. Βάζουμε απαλή μουσική και καθόμαστε να γνωριστούμε καλύτερα, με χαμηλό φωτισμό, εμείς οι τέσσερεις και ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι SOYTHERN.
Ο Θανάσης καθαρά γουστάρει την Ειρήνη και εγώ φανερά την πέφτω στη Βάσω. Σε λίγο, χαμηλόφωνα και πάντα προσεκτικά, ο Θανάσης έχει την τρομερή ιδέα να παίξουμε μπουκάλα με το άδειο SOYTHERN, εμείς ζητωκραυγάζουμε -πάντα χαμηλόφωνα- και καθόμαστε σε κύκλο. Και εκεί που το παιχνίδι άναβε σιγά σιγά και τα φιλιά γίνονταν όλο και πιο παθιάρικα, κάποια στιγμή η Βάσω, αδιαφορώντας για τους κανόνες του παιχνιδιού, σκύβει, αγκαλιάζει την Ειρήνη και τη φιλάει. Και εκεί που καθόμασταν χαμηλόφωνα, πλέον μείναμε άφωνοι. Σε δευτερόλεπτα οι δυο τους κυλιούνται στο πάτωμα και χαιδεύονται και φιλιούνται με τέτοιο πάθος, που βάζεις στοίχημα πως δεν είναι η πρώτη τους φορά, ενώ δεν μπορείς παρά να υποστείς αυτό το ηλίθιο χαμόγελο που έχει παγώσει στο πρόσωπό σου. Τι κάνεις τότε; Κάθεσαι λίγο με κλειστά τα μάτια, συγκεντρώνεσαι και τα ανοίγεις απότομα. Αν οι δυο ξανθιές ακόμα φιλιούνται μπροστά σου και έχεις βεβαιωθεί ότι δεν είναι παρενέργεια του αλκοόλ ...τότε απλά γδύνεσαι. Σε λιγότερο από ένα λεπτό είμαστε γυμνοί και έτοιμοι να γίνουμε μέρος μιας συγκλονιστικής περιπέτειας που μας επιφύλαξε η νύχτα και τότε έχω τη φαεινή ιδέα να πω στον Θανάση να κλειδώσει την πόρτα για καλό και για κακό. Απλά έπρεπε να το είχα πει δυο δευτερόλεπτα νωρίτερα. Η μητέρα
του συγκατοίκου μου ανοίγει την πόρτα (αργότερα είπε ότι μπήκε για να
κλείσει το ραδιόφωνο που είχα ξεχάσει ανοικτό) και επειδή βλέπει μπροστά της μια φιγούρα στο σκοτάδι (ήταν ο Θανάσης που πήγαινε να κλειδώσει εκείνη τη στιγμή) τρομάζει και ανάβει το φως. Ο Θανάσης σε μια προσπάθεια αυτοθυσίας βάζει το γυμνό του κορμί μπροστά στην οπτική γωνία της μητέρας του συγκατοίκου αλλά είναι ήδη αργά. Η μητέρα του συγκατοίκου όχι μόνο τα είδε όλα αλλά βάλθηκε να τα γνωστοποιήσει και σ' όλη την πολυκατοικία με τις φωνές της 5.00 τα ξημερώματα. Εμείς διατηρήσαμε τη ψυχραιμία μας, ντυθήκαμε, πήγαμε τις κοπέλες στην πιάτσα των taxi, όπου μας χαιρέτησαν σαν να μην συμβαίνει τίποτα και πήγαμε στην πλατεία να σας βρούμε αλλά είχατε φύγει. Φάγαμε από μια ωραιότατη κοτόσουπα στου Rotwan, που μας τις κέρασε, όταν του διηγηθήκαμε την ιστορία μας και ήλθαμε να ξεπροβοδίσουμε το φιλαράκι μας».
Ο Στέφανος και ο Ορέστης ακόμα γελούσαν από την ιστορία που είχαν
ακούσει ενώ ο Θανάσης κοιτούσε τον Μάκη κάθε τόσο και ξεσπούσαν σε γέλιο δυνατό και τρανταχτό δείχνοντας του το κουτάκι με τα προφυλακτικά, που ούτεκ' αν είχε ανοίξει.
Σιγά σιγά άρχισε να έρχεται και άλλος κόσμος στο σταθμό, που θα
ταξίδευε μ' αυτό το τρένο. Ανάμεσα τους και ένας λερωμένος, μεθυσμένος
ψηλός, που ερχόταν τρέχοντας με αγωνία. Όταν όμως είδε από απόσταση τον
Στέφανο και βεβαιώθηκε ότι πρόλαβε το τρένο, ηρέμησε και τότε φάνηκε στο
βάδισμά του το πόσο κουρασμένος και ταλαιπωρημένος ήταν. Ο Γιώργος ήλθε και σωριάστηκε στο τραπέζι φωνάζοντας ότι αφού πρόλαβε ν' αποχαιρετήσει στο σταθμό τον Στέφανο, πλέον θα μπορούσε ο Θεός να τον πάρει και να τον αναπαύσει, γιατί του το όφειλε. Αφού συνήλθε κάπως με δύο γερές γουλιές καφέ, άρχισε τη δική του ιστορία.
-«Εγώ παιδιά, όταν έφυγα από την πλατεία, δεν ήξερα πού πήγαινα, ήμουν
κομμάτια. Το προηγούμενο βράδυ πάλι δεν είχα κοιμηθεί, γιατί παίζαμε χαρτιά
στου Δημήτρη και χθες άρχισα να πίνω από τη στιγμή που πήγα στο σπίτι του
Στέφανου κατά τις 8.00. Ξεκινάμε λοιπόν με τη Σόνια να πάμε στο σπίτι της.
Εγώ είμαι σε μια αισχρή κατάσταση και το μόνο που σκέφτομαι είναι ο ύπνος.
Της προτείνω λοιπόν να πάμε στο δικό μου, που είναι πιο κοντά. Δεν ξέρω αν
δέχτηκε ή αν ήλθε με το ζόρι. Την επόμενη στιγμή είμαι έξω από την εξώπορτα του σπιτιού μου. Το σώμα μου με πήγε μόνο του. Η Σόνια με κρατάει όρθιο και εγώ αντί να βγάλω το κλειδί από την τσέπη μου, βγάζω ένα κουτάκι προφυλακτικά, που δεν ξέρω πώς βρέθηκαν εκεί. Μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις και προσπαθώ να συγκεντρωθώ ...τίποτα ...πουθενά κλειδί. Θέλω να βάλω τα κλάματα. Δεν έχω λεφτά και έχω χάσει το κλειδί μου και είμαι λίγο πριν καταρρεύσω. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Πρέπει να πάμε στο σπίτι της Σόνιας. Φτάνουμε μετά από 25 εφιαλτικά λεπτά. Πέφτω δύο φορές κάτω, σκίζω τον αγκώνα μου, γεμίζω αίματα και η Σόνια συνέχεια μου λέει υπομονή. Με τα πολλά φτάνουμε στο σπίτι της και δεν μπορείτε να πιστέψετε τι έγινε! Η Σόνια διαπιστώνει ότι έχει χάσει και αυτή το κλειδί της. Εγώ τότε της δίνω τα προφυλακτικά για να έχει κάτι τουλάχιστον στην τσέπη της. Αυτή ξεκαρδίζεται αλλά εμένα δεν μου φαίνεται τελικά και τόσο αστείο και έχοντας χάσει κάθε ελπίδα και δύναμη αποφασίζω να λιποθυμήσω εκεί που βρίσκομαι. Η Σόνια συνεχίζει να μου λέει να κάνω υπομονή και αποφασίζει να πάμε να κοιμηθούμε σε μια φίλη της, που δεν θα έχει πρόβλημα. Αυτή τη διαδρομή δεν τη θυμάμαι καθόλου. Το μόνο που με συνέφερε ήταν η όψη του Περικλή, του υιού του σπιτονοικοκύρη μου, που τότε γυρνούσε σπίτι του και έμενε στην ίδια πολυκατοικία με τη φίλη της Σόνιας. Χωρίς να με δει αρχίζω να τρέχω γιατί υποτίθεται ότι εγώ είμαι στην Άρτα και προσπαθώ να κρυφτώ κάπου. Αντιλαμβάνομαι και εγώ ο ίδιος ότι δεν τρέχω σωστά. Τα πόδια μου κτυπούν το ένα το άλλο και κάποια στιγμή πέφτω πάνω σ' ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο και μετά από κάτω του. Από εκεί με σήκωσε η Σόνια, που μου είπε πως μ' έψαχνε τουλάχιστον είκοσι λεπτά. Μ' ανέβασε στο σπίτι της Μαρίνας -έτσι τη λένε τη φίλη της- η οποία τρόμαξε όταν μ' είδε. Το μόνο που πρόλαβα να της πω ήταν να βάλει το ξυπνητήρι στις 7.00. Μετά απλά έπεσα κάτω, στο χωλ. Βέβαια το ξυπνητήρι δεν χρειάστηκε, γιατί συνεχώς πήγαινα στην τουαλέτα για διάφορα πράγματα. Μετά σηκώθηκα, έκανα όοολο αυτό το δρόμο με τα πόδια μέχρι το σταθμό για να χαιρετήσω το φιλαράκι μου και σε δεύτερη φάση να ζητιανέψω λεφτά για τον κλειδαρά».
Ο Στέφανος έχει δακρύσει από το γέλιο, ο Ορέστης έχει πέσει πάνω
στον Στέφανο, ο Μάκης έσπασε το φλυτζάνι του καφέ και ο Θανάσης πνίγηκε με το νερό. 10 λεπτά αργότερα, η παρέα αγκαλιάζεται για τελευταία φορά μ'
εξαίρεση τον Γιώργο, που δεν άντεξε και κοιμήθηκε τελικά στο τραπέζι.
Ταξίδι φεύγω να σωθώ.
Μέσα στους κάμπους τρέχω.
Φύλαγε, κράτα τ' όνειρο.
Μακριά σου ακόμα απέχω.
Τρίτη 12 Ιουνίου 2007
Αγαπητό μου ημερολόγιο 6
Έφτασε στο γραφείο μου ένα ερωτηματολόγιο (από βουλγαρική εφημερίδα) που καλούμαι να απαντήσω αναφορικά με το ρεπορτάζ στη Βουλγαρία(post 5/6/2007), που παρ' ό,τι πέρασαν 10 μέρες παραμένει ως θέμα στην επικαιρότητα της γειτονικής χώρας. (Αυτό δεν ξέρω αν είναι καλό). Σας μεταφέρω μόνο δύο από τις ερωτήσεις.
-Πολλοί Έλληνες έρχονται για σεξοτουρισμό στη χώρα μας. Πως σχολιάζετε αυτό το γεγονός (για τους Έλληνες);
-Νομίζετε ότι μ΄αυτό το ρεπορτάζ θα αλλάξει η γνώμη των Ελλήνων για τις Βουλγάρες;
Δεν μου φαίνεται κομψό να σχολιάσω ερωτήσεις συναδέλφου (παρ' ό,τι απευθύνονται σε μένα και άρα έχω δικαίωμα να το κάνω) ωστόσο .... πως σας φαίνονται τώρα εσάς αυτές οι ανησυχίες της κας Ανδρέεβα; Σας φαίνεται ότι θα στηρίξει το ρεπορτάζ που κατέγραψε κάποια γεγονότα (καλώς ή κακώς τα κατέγραψε) ή θέλει να στηρίξει τη χώρα της και τους μηχανισμούς της και να γίνει αγαπητή στους συμπατριώτες αναγνώστες της;
Έτσι.... Επειδή και εγώ το ίδιο πιστεύω, δεν θα απαντήσω στην κυρία Ανδρέεβα. Αυτή την αντίληψη δεν μπόρεσα ποτέ να την καταλάβω.
Θα υπήρχε κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα για παράδειγμα και δεν θα ξεσκίζαμε εμείς πρώτοι την ελληνική αστυνομία; Θα στηρίζαμε τους νταβαντζήδες επειδή είναι Έλληνες και θα υποστηρίζαμε ότι κακώς ο Ιταλός (για παράδειγμα) δημοσιογράφος τα κατέγραψε αυτά στη χώρα μας; Και αυτό το απίστευτα ηλίθιο επιχείρημα του Βούλγαρου Αστυνομικού Διευθυντή ότι είναι παράνομη η χρήση της κρυφής κάμερας και παρανόμησε ο δημοσιογράφος;;!!;;!!
ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ;
Δηλαδή μπροστά σε μια κάμερα κάποιος βιάζει μια ανήλικη ... και φταίει η κάμερα; Δεν φταίει ο βιαστής;
Ο νταβατζής μας έδωσε γυναίκες, ο έμπορας μας πούλησε ναρκωτικά, ο μπράβος του μας πούλησε πλαστά, ο δημοσιογράφος παρανόμησε;
Κύριε φανταστικέ αστυνόμε... όταν αρχίσουν οι μαστροποί και οι πρεζέμποροι να κάνουν τις δουλειές τους μπροστά στη φανερή κάμερα, δεν πρόκειται να ξαναπαρανομήσω ποτέ. Σας το υπόσχομαι. Μαλάκα μπάτσε, τσάτσε της μαφίας που πίστεψες- άκουσον άκουσον- ότι εμείς εκβιάσαμε τον Ρομέο να τα πει αυτά που είπε και ότι όλο το υλικό που είδες είναι σκετς!!! Αλλά τώρα μ' εσένα θα ασχολούμαι;
Και μιας και το έφερε η κουβέντα αύριο στέλνουμε την εκπομπή ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ που προβλήθηκε το σχετικό ρεπορτάζ, στη βουλγαρική τηλεόραση. Μας ζήτησαν το υλικό και το στέλνουμε. Για να δούμε αν έχουμε και δεύτερο γύρο απειλητικών τηλεφωνημάτων. Τουλάχιστον έχω κάποιον να τα πω τώρα.... αγαπημένο μου ημερολόγιο.
Ααααχ, τα 'πα και ξαλάφρωσα....
-Πολλοί Έλληνες έρχονται για σεξοτουρισμό στη χώρα μας. Πως σχολιάζετε αυτό το γεγονός (για τους Έλληνες);
-Νομίζετε ότι μ΄αυτό το ρεπορτάζ θα αλλάξει η γνώμη των Ελλήνων για τις Βουλγάρες;
Δεν μου φαίνεται κομψό να σχολιάσω ερωτήσεις συναδέλφου (παρ' ό,τι απευθύνονται σε μένα και άρα έχω δικαίωμα να το κάνω) ωστόσο .... πως σας φαίνονται τώρα εσάς αυτές οι ανησυχίες της κας Ανδρέεβα; Σας φαίνεται ότι θα στηρίξει το ρεπορτάζ που κατέγραψε κάποια γεγονότα (καλώς ή κακώς τα κατέγραψε) ή θέλει να στηρίξει τη χώρα της και τους μηχανισμούς της και να γίνει αγαπητή στους συμπατριώτες αναγνώστες της;
Έτσι.... Επειδή και εγώ το ίδιο πιστεύω, δεν θα απαντήσω στην κυρία Ανδρέεβα. Αυτή την αντίληψη δεν μπόρεσα ποτέ να την καταλάβω.
Θα υπήρχε κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα για παράδειγμα και δεν θα ξεσκίζαμε εμείς πρώτοι την ελληνική αστυνομία; Θα στηρίζαμε τους νταβαντζήδες επειδή είναι Έλληνες και θα υποστηρίζαμε ότι κακώς ο Ιταλός (για παράδειγμα) δημοσιογράφος τα κατέγραψε αυτά στη χώρα μας; Και αυτό το απίστευτα ηλίθιο επιχείρημα του Βούλγαρου Αστυνομικού Διευθυντή ότι είναι παράνομη η χρήση της κρυφής κάμερας και παρανόμησε ο δημοσιογράφος;;!!;;!!
ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ;
Δηλαδή μπροστά σε μια κάμερα κάποιος βιάζει μια ανήλικη ... και φταίει η κάμερα; Δεν φταίει ο βιαστής;
Ο νταβατζής μας έδωσε γυναίκες, ο έμπορας μας πούλησε ναρκωτικά, ο μπράβος του μας πούλησε πλαστά, ο δημοσιογράφος παρανόμησε;
Κύριε φανταστικέ αστυνόμε... όταν αρχίσουν οι μαστροποί και οι πρεζέμποροι να κάνουν τις δουλειές τους μπροστά στη φανερή κάμερα, δεν πρόκειται να ξαναπαρανομήσω ποτέ. Σας το υπόσχομαι. Μαλάκα μπάτσε, τσάτσε της μαφίας που πίστεψες- άκουσον άκουσον- ότι εμείς εκβιάσαμε τον Ρομέο να τα πει αυτά που είπε και ότι όλο το υλικό που είδες είναι σκετς!!! Αλλά τώρα μ' εσένα θα ασχολούμαι;
Και μιας και το έφερε η κουβέντα αύριο στέλνουμε την εκπομπή ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ που προβλήθηκε το σχετικό ρεπορτάζ, στη βουλγαρική τηλεόραση. Μας ζήτησαν το υλικό και το στέλνουμε. Για να δούμε αν έχουμε και δεύτερο γύρο απειλητικών τηλεφωνημάτων. Τουλάχιστον έχω κάποιον να τα πω τώρα.... αγαπημένο μου ημερολόγιο.
Ααααχ, τα 'πα και ξαλάφρωσα....
Αγαπητό μου ημερολόγιο 5
Σήμερα έκανα τις καθιερωμένες εξετάσεις μου. Οι γιατροί περίμεναν καλύτερα αποτελέσματα. Μου ευχήθηκαν να τα πάω καλύτερα την επόμενη φορά. Και μετά σκέφτηκα ... δεν γαμιέται και η καρδιακή ανεπάρκεια;
Δευτέρα 11 Ιουνίου 2007
Eίδηση!
Γράφεται στις εφημερίδες. Η Βάσια Λόη και η Αννίτα Πάνια κατεβαίνουν με το ΛΑΟΣ στις βουλευτικές εκλογές. Απίστευτο; Και όμως ελληνικό. Πήγαν καλά τα τραγούδια του Παρασκευά και της Μαλάμως, ανέβηκαν τα νούμερα εκπομπής και μπαίνει στη Βουλή ο Καρατζαφέρης. Και μην μου πει κανείς ότι δεν θα έχει ουσιώδες εκλογικό αποτέλεσμα το όνομα της Πάνια στο ψηφοδέλτιο.... Αν κάποιος πιστεύει ότι δεν θα τη ψηφίσουν, είναι βαθιά νυχτωμένος. Δυστυχώς το εκλογικό σώμα είναι πολύ χαμηλότερου επιπέδου από ότι νομίζουμε. Και στην τελική γιατί να μην μπεί; Προσωπικά τη θεωρώ πολύ εξυπνότερη από τις άλλες μοντέλες του κοινοβουλίου.
Τί θα κάνει; Ό,τι και οι άλλες. Οι άλλες τι κάνουν;
Αξίζει; Γιατί οι άλλες αξίζουν;
Κοιτάξτε λοιπόν που αυτή η λογική (της κατηφόρας) κάποια στιγμή θα βάλει στη Βουλή και τον Μπομπ το Σφουγγαράκη.
Σειρά τώρα έχουν η Γωγούλα, η Φαίη Σκόρδα, ο Μιτς και η Καλομοίρα. Καλά δεν μιλάμε για τον Αρναούτογλου. Αυτόν σίγουρα θα τον παρακαλάνε.
Τώρα λοιπόν έτσι όπως έχουν τα πράγματα - προσέξτε- για να μην φτάσουμε στο σημείο κατάντια να βλέπουμε τη Βάσια Λόη και την Αννίτα Πάνια στη Βουλή, γιατί κατάντια είναι... θα πρέπει αυτές οι κοπέλες να σκεφτούν ώριμα και να αρνηθούν, μιας και οι πολιτικοί μας είναι τελείως ανώριμοι και τους το πρότειναν. Έλεος Αννίτα... μην δεχθείς και τους ξεφτιλίσεις τόσο... Βέβαια, τους χρειάζεται αλλά τι να πεις τώρα.. Αννίτα σώσε την παρτίδα την τελευταία στιγμή και αρνήσου... και από εμάς ό,τι θες.
Τί θα κάνει; Ό,τι και οι άλλες. Οι άλλες τι κάνουν;
Αξίζει; Γιατί οι άλλες αξίζουν;
Κοιτάξτε λοιπόν που αυτή η λογική (της κατηφόρας) κάποια στιγμή θα βάλει στη Βουλή και τον Μπομπ το Σφουγγαράκη.
Σειρά τώρα έχουν η Γωγούλα, η Φαίη Σκόρδα, ο Μιτς και η Καλομοίρα. Καλά δεν μιλάμε για τον Αρναούτογλου. Αυτόν σίγουρα θα τον παρακαλάνε.
Τώρα λοιπόν έτσι όπως έχουν τα πράγματα - προσέξτε- για να μην φτάσουμε στο σημείο κατάντια να βλέπουμε τη Βάσια Λόη και την Αννίτα Πάνια στη Βουλή, γιατί κατάντια είναι... θα πρέπει αυτές οι κοπέλες να σκεφτούν ώριμα και να αρνηθούν, μιας και οι πολιτικοί μας είναι τελείως ανώριμοι και τους το πρότειναν. Έλεος Αννίτα... μην δεχθείς και τους ξεφτιλίσεις τόσο... Βέβαια, τους χρειάζεται αλλά τι να πεις τώρα.. Αννίτα σώσε την παρτίδα την τελευταία στιγμή και αρνήσου... και από εμάς ό,τι θες.
Κυριακή 10 Ιουνίου 2007
Μια κοινωνία χίλιες κραυγές - Επεισόδιο 2ο
Μια κοινωνία χίλιες κραυγές είναι ο αποτυχημένος τίτλος ενός αποτυχημένου βιβλίου που το απέρριψαν όσοι εκδότες το διάβασαν. Το αφήνω λοιπόν και εγώ στην αιωνιότητα ανεβάζοντάς το στo internet.
Σας προειδοποιώ: Οποιασδήποτε μορφής χρήση αυτού του κειμένου χωρίς την έγκρισή μου Ε Π Ι Τ Ρ Ε Π Ε Τ Α Ι...
(Μας έχουν πρήξει με τα πνευματικά δικαιώματα. Μωρέ μακάρι να το διαβάσετε και να σας σκάσει κανένα χαμόγελο)
Στην πλατεία, που με τις πρώτες καλημέρες του Ιούνη γεμίζει με
τραπεζάκια και καρέκλες από τα καφέ της πόλης, γινόταν πανηγύρι. Εδώ και χρόνια η διασκέδαση άρχιζε και τελείωνε στη πλατεία της μικρής επαρχιακής πόλης. Δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σημασία αν ήταν βράδυ ή πρωί, εργάσιμη ή αργία. Ο φοιτητόκοσμος επηρεασμένος προφανώς από το γιορτινό αέρα που ξεχάστηκε στην πρωτεύουσα της Θράκης έβγαινε στο κεντρικό σημείο της πόλης και φαινόταν να του αρκούσε μόνο και μόνο η συνάντηση και η συνεύρεση.
Τα μαγαζιά κλειστά αλλά τα τραπέζια τους γεμάτα. Από το βάθος ακούστηκε ο Μάκης που προσπαθούσε να τους κατευθύνει. Παρά το πηχτό σκοτάδι, οι πρώτες αναγνωριστικές σιλουέτες προμήνυαν ενδιαφέρουσα συνέχεια. Πολλοί και διάφοροι, ωραίες και αδιάφορες. Αγόρια και κορίτσια που είχαν την τύχη να είναι φοιτητές στη Θράκη. Πολύς κόσμος. Κορίτσια απεριποίητα που βγαίνοντας από το σπίτι, τους ένοιαξε να πάρουν μαζί τους μόνο τη διάθεση και πολλά δάκρυα. Κορίτσια που βγαίνοντας ορκίστηκαν να μην κλάψουν μπροστά στους άλλους, για να φανούν πιο σκληρά από τα αγόρια. Αγόρια που είδαν να τελειώνει η επαναστατική τους περίοδος πιο γρήγορα απ' ό,τι περίμεναν. Αγόρια που βγαίνοντας ορκίστηκαν να μην κλάψουν μπροστά στους άλλους για να φανούν σκληροί μπροστά στα κορίτσια.
Και τι δεν άκουγες στη πλατεία! Απλά έπρεπε να κάτσεις ν' ακούσεις και να παρατηρήσεις προσεκτικά τα πρόσωπα. Θ' άκουγες και θα μάθαινες χίλια πράγματα. Ιστορίες και αφηγήσεις έδιναν και έπαιρναν και έκαναν το κλίμα όσο πιο άνετο και απλό γινόταν. Aκουγες για πολλοστή φορά τα ίδια πράγματα. Γελούσες όμως και πάλι, σαν να το επιθυμούσες και να το επιδίωκες αυτό.
Λίγες ώρες μετά, σχεδόν κόντευε να ξημερώσει, σ' ολόκληρη την πλατεία είχαν ξεμείνει τρία άτομα που και αυτά ετοιμάζονταν να φύγουν. Ο Στέφανος, ο Ορέστης και η Κύπρια Λένα, που νοίκιαζε το δυάρι κάτω από τον Στέφανο στην ίδια πολυκατοικία, είχαν επωμιστεί το βάρος να τελειώσουν τα ποτά και αφού τα είχαν καταφέρει, γυρνούσαν στο σπίτι. Πρώτος είχε αφήσει την παρέα ο Γιώργος, που σχετικά νωρίς παραδέχτηκε ότι είναι κομμάτια (είχε
αρχίσει να πίνει ουϊσκι από το απόγευμα) και αποδέχτηκε την πρόταση της Σόνιας να κοιμηθεί στο σπίτι της και για να κρυφτεί από το σπιτονοικοκύρη του και για να της κρατήσει συντροφιά, τώρα που έφυγε η συγκάτοικός της. Ο Θανάσης, προσπαθώντας να τον σηκώσει από την καρέκλα του, έβαλε πολύ διακριτικά το ένα κουτάκι προφυλακτικά στην τσέπη του. Το δεύτερο το κράτησε ο ίδιος να το μοιραστεί με τον Μάκη, ο οποίος, αφού είπε του κόσμου τα αστεία σε δύο κοπέλες, που είχε να τις δει δύο χρόνια, δάκρυσε μπροστά τους και τις έβαζε συνέχεια να πίνουν και να εξομολογούνται πράγματα, κανόνισε να συνεχίσουν το ιδιωτικό τους πάρτυ στο σπίτι του. Ο Θανάσης, που καθόταν εκεί κοντά και γελούσε με τα ανέκδοτα του Μάκη, ήταν μάλλον ο τυχερός της βραδιάς.
Στην παρέα καθόταν και άλλος κόσμος, αγόρια που ξέρεις μόνο το μικρό
τους όνομα και αυτό αρκεί για να τους χαιρετάς χρόνια, κορίτσια που δεν
ξέρεις ούτε το μικρό τους όνομα και τις αποκαλείς «συναδέλφους» για να βγεις από τη δύσκολη θέση, παιδιά που συμπαθείς και νιώθεις ότι μπορείς να τα εμπιστευτείς αλλά ποτέ δεν γίνατε φίλοι γιατί απλά δεν έτυχε, παιδιά που
αντιπαθείς ... αλλά το τελευταίο βράδυ όλα συγχωρούνται. Τέτοιοι και άλλοι,
τόσοι και άλλοι τόσοι πέρασαν εκείνο το βράδυ από τη μεγάλη ανοικτή παρέα.
Τα γέλια όλων ακούγονταν δυνατά, όσο δυνατά μπορεί να ακουστεί ένα
σπαρακτικό κλάμα. Τα βλέμματα όλων αγνά και καθαρά, ακριβώς όπως και το
πρώτο τους βράδυ στην Κομοτηνή. Τέσσερα χρόνια στην Κομοτηνή και δεν άλλαξε τίποτα. Τέσσερα χρόνια χωρίς να θέλουμε ν' αλλάξει τίποτα.
«τίποτα δεν έχει αλλάξει
και τίποτα δεν είναι όπως παλιά...»
Οι τρεις μεθυσμένοι μπαίνοντας στην πολυκατοικία σιγοτραγουδούσαν το αγαπημένο τραγούδι της φίλης, η οποία τους προσκάλεσε να δουν το ξημέρωμα από το μπαλκόνι της. Έξω από την εξώπορτα του σπιτιού της είχε κρεμασμένο ένα στυλό και δίπλα ένα κομμάτι χαρτί για αφιερώσεις ή μηνύματα. Από κάτω με καλλιτεχνικά γράμματα το όνομά της. Λένα Αντρέου
Λένα Αντρέου
Μοναχοκόρη πλούσιας οικογένειας. Ο πατέρας της
είναι μέτοχος σε μεγάλο ξενοδοχείο της Λεμεσού.
Από τις λίγες φοιτήτριες με αυτοκίνητο στην Κομοτηνή.
Λατρεύει τους Κατσιμίχα. Λατρεύει και τον Θανάση.
Παλιά είχε γίνει κάτι αλλά χωρίς συνέχεια.
Καλή μαγείρισσα, καλή φίλη (άρα όχι ιδιαίτερα όμορφη).
Η Λένα έβαλε μουσική στο πικ-απ και άνοιξε μια τελευταία μπύρα που
περίμενε στο ψυγείο της.
-«Υποσχεθείτε μου ότι δεν θα μιλήσουμε άλλο για τα τέσσερα χρόνια που πέρασαν. Φτάνει τόσο. Κουράστηκα, συγκινήθηκα, αρκεί». Ήταν η τέταρτη φορά, που το έλεγε αυτό τα τελευταία δέκα λεπτά με τα ίδια ακριβώς λόγια. Ούτε κουράστηκε, ούτε συγκινήθηκε. Ήταν απλώς μεθυσμένη.
-«Εγώ συμφωνώ» πετάχτηκε ο Στέφανος. «Φεύγω σε 2,5 ώρες και θέλω να τις περάσω ευχάριστα, να τις βρέξω με μπύρα, να τις κάψω με τσιγάρο. Αρχίζω τη ζωή μου και πρέπει να είμαι χαρούμενος για αυτό. Οι δειλοί δεν κέρδισαν ποτέ. Θέλω να πάω εμπρός. Αφήστε με να πάω εμπρός. Αφήστε να μπει το φως».
Κοιτάχτηκε με τον Ορέστη σαν κάτι να θυμήθηκαν και άρχισαν οι δυο τους να τραγουδούν σ' έναν απαλό και μελωδικό σκοπό.
«Το φως από τις χαραμάδες
τυφλώνει τους αγάδες.
Δεν μπορούν να κοιμηθούν
και σιγοτραγουδούν
αμανέδες και στιχάκια
για να πνίξουν τα φαρμάκια.
Μένει η καρδιά
χαμένη στον οντά.
Πώς θα πάω εμπρός
αφού δεν χωρά το φως.
Τα δύο παιδιά τραγουδούσαν παθιασμένα, προσπαθώντας να μυρίσουν τον καπνό του τσιγάρου και να ζαλιστούν από το άρωμα του λουλουδιού. Προσπερνώντας την αδούλευτη φωνή τους, στηρίχτηκαν στην ερμηνεία της ψυχής τους, ξέροντας ότι δεν πρόκειται να προδοθούν. Αυτό φάνηκε στα κλειστά τους μάτια, στο κορμί τους, που τεντώθηκε για να ακολουθήσει το λαιμό- έρμαιο της μελωδίας. Η Λένα δεν μπορούσε παρά να τους xειροκροτήσει για την μίνι παράσταση.
-«Και τώρα λέγετε ποιος το έγραψε αυτό από τους δυο σας».
-«Και οι δυο μαζί. Σ' άρεσε;»
-«Φαντάζομαι ότι δεν ήταν μόνο αυτό, ε; Πάντως ωραίο φαίνεται και σίγουρα θ' αρέσει και σε σας πολύ».
-«Μην νομίζεις» συνέχισε ο Ορέστης «απλά, μας πορώνει επειδή είναι το πρώτο αλλά όχι και το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου πάντα».
-«Εγώ νομίζω ότι δεν υπάρχει καλύτερο και χειρότερο στα τραγούδια. Μόνο «μου αρέσει» και δεν «μου αρέσει». Άλλες κατηγορίες βάζω εγώ. Θέλω να πω κάτι ή δεν θέλω να πω τίποτα. Κάθομαι να βρω και να ταιριάξω ωραίες λέξεις στη σειρά και περιμένω μέρες μέχρι να πετύχει η μουσική ή απλά μια στιγμή θέλω να πω αυτό που νιώθω και το λέω τόσο απλά και ωραία σ' ένα σκοπό που έρχεται στο στόμα μου τόσο αρμονικά όσο και οι χτύποι της καρδιάς μου... Αλλά δεν είναι το ένα καλό και το άλλο κακό. Για παράδειγμα αυτό που ονομάζεται «οι υπόγειοι» καθίσαμε ένα απόγευμα και το γράψαμε επειδή είπαμε « Θέλουμε απόψε να γράψουμε ένα τραγούδι. Θυμάσαι;»
-«Βέβαια θυμάμαι. Ήμασταν μεθυσμένοι και ξενυχτισμένοι σαν τώρα αλλά δεν
έχει σημασία».
«Δηλαδή Στέφανε έχεις και άλλα τραγούδια δικά σας στο διαμέρισμά σας;»
ρώτησε με αγωνία η Λένα.
-«Βέβαια, έχω τραγούδια και λίγο ούζο».
-«Χαρίστε μου λοιπόν άλλο ένα ...και το ούζο»!-«Εγώ παιδιά θα περιμένω εδώ και εσάς και τα τραγούδια και το ούζο» είπε όσο πιο κουρασμένα μπορούσε ο Ορέστης ξαπλώνοντας σ' ένα μεγάλο τετράγωνο μαξιλάρι που έβαλε κάτω από το κεφάλι του.
τραπεζάκια και καρέκλες από τα καφέ της πόλης, γινόταν πανηγύρι. Εδώ και χρόνια η διασκέδαση άρχιζε και τελείωνε στη πλατεία της μικρής επαρχιακής πόλης. Δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σημασία αν ήταν βράδυ ή πρωί, εργάσιμη ή αργία. Ο φοιτητόκοσμος επηρεασμένος προφανώς από το γιορτινό αέρα που ξεχάστηκε στην πρωτεύουσα της Θράκης έβγαινε στο κεντρικό σημείο της πόλης και φαινόταν να του αρκούσε μόνο και μόνο η συνάντηση και η συνεύρεση.
Τα μαγαζιά κλειστά αλλά τα τραπέζια τους γεμάτα. Από το βάθος ακούστηκε ο Μάκης που προσπαθούσε να τους κατευθύνει. Παρά το πηχτό σκοτάδι, οι πρώτες αναγνωριστικές σιλουέτες προμήνυαν ενδιαφέρουσα συνέχεια. Πολλοί και διάφοροι, ωραίες και αδιάφορες. Αγόρια και κορίτσια που είχαν την τύχη να είναι φοιτητές στη Θράκη. Πολύς κόσμος. Κορίτσια απεριποίητα που βγαίνοντας από το σπίτι, τους ένοιαξε να πάρουν μαζί τους μόνο τη διάθεση και πολλά δάκρυα. Κορίτσια που βγαίνοντας ορκίστηκαν να μην κλάψουν μπροστά στους άλλους, για να φανούν πιο σκληρά από τα αγόρια. Αγόρια που είδαν να τελειώνει η επαναστατική τους περίοδος πιο γρήγορα απ' ό,τι περίμεναν. Αγόρια που βγαίνοντας ορκίστηκαν να μην κλάψουν μπροστά στους άλλους για να φανούν σκληροί μπροστά στα κορίτσια.
Και τι δεν άκουγες στη πλατεία! Απλά έπρεπε να κάτσεις ν' ακούσεις και να παρατηρήσεις προσεκτικά τα πρόσωπα. Θ' άκουγες και θα μάθαινες χίλια πράγματα. Ιστορίες και αφηγήσεις έδιναν και έπαιρναν και έκαναν το κλίμα όσο πιο άνετο και απλό γινόταν. Aκουγες για πολλοστή φορά τα ίδια πράγματα. Γελούσες όμως και πάλι, σαν να το επιθυμούσες και να το επιδίωκες αυτό.
Λίγες ώρες μετά, σχεδόν κόντευε να ξημερώσει, σ' ολόκληρη την πλατεία είχαν ξεμείνει τρία άτομα που και αυτά ετοιμάζονταν να φύγουν. Ο Στέφανος, ο Ορέστης και η Κύπρια Λένα, που νοίκιαζε το δυάρι κάτω από τον Στέφανο στην ίδια πολυκατοικία, είχαν επωμιστεί το βάρος να τελειώσουν τα ποτά και αφού τα είχαν καταφέρει, γυρνούσαν στο σπίτι. Πρώτος είχε αφήσει την παρέα ο Γιώργος, που σχετικά νωρίς παραδέχτηκε ότι είναι κομμάτια (είχε
αρχίσει να πίνει ουϊσκι από το απόγευμα) και αποδέχτηκε την πρόταση της Σόνιας να κοιμηθεί στο σπίτι της και για να κρυφτεί από το σπιτονοικοκύρη του και για να της κρατήσει συντροφιά, τώρα που έφυγε η συγκάτοικός της. Ο Θανάσης, προσπαθώντας να τον σηκώσει από την καρέκλα του, έβαλε πολύ διακριτικά το ένα κουτάκι προφυλακτικά στην τσέπη του. Το δεύτερο το κράτησε ο ίδιος να το μοιραστεί με τον Μάκη, ο οποίος, αφού είπε του κόσμου τα αστεία σε δύο κοπέλες, που είχε να τις δει δύο χρόνια, δάκρυσε μπροστά τους και τις έβαζε συνέχεια να πίνουν και να εξομολογούνται πράγματα, κανόνισε να συνεχίσουν το ιδιωτικό τους πάρτυ στο σπίτι του. Ο Θανάσης, που καθόταν εκεί κοντά και γελούσε με τα ανέκδοτα του Μάκη, ήταν μάλλον ο τυχερός της βραδιάς.
Στην παρέα καθόταν και άλλος κόσμος, αγόρια που ξέρεις μόνο το μικρό
τους όνομα και αυτό αρκεί για να τους χαιρετάς χρόνια, κορίτσια που δεν
ξέρεις ούτε το μικρό τους όνομα και τις αποκαλείς «συναδέλφους» για να βγεις από τη δύσκολη θέση, παιδιά που συμπαθείς και νιώθεις ότι μπορείς να τα εμπιστευτείς αλλά ποτέ δεν γίνατε φίλοι γιατί απλά δεν έτυχε, παιδιά που
αντιπαθείς ... αλλά το τελευταίο βράδυ όλα συγχωρούνται. Τέτοιοι και άλλοι,
τόσοι και άλλοι τόσοι πέρασαν εκείνο το βράδυ από τη μεγάλη ανοικτή παρέα.
Τα γέλια όλων ακούγονταν δυνατά, όσο δυνατά μπορεί να ακουστεί ένα
σπαρακτικό κλάμα. Τα βλέμματα όλων αγνά και καθαρά, ακριβώς όπως και το
πρώτο τους βράδυ στην Κομοτηνή. Τέσσερα χρόνια στην Κομοτηνή και δεν άλλαξε τίποτα. Τέσσερα χρόνια χωρίς να θέλουμε ν' αλλάξει τίποτα.
«τίποτα δεν έχει αλλάξει
και τίποτα δεν είναι όπως παλιά...»
Οι τρεις μεθυσμένοι μπαίνοντας στην πολυκατοικία σιγοτραγουδούσαν το αγαπημένο τραγούδι της φίλης, η οποία τους προσκάλεσε να δουν το ξημέρωμα από το μπαλκόνι της. Έξω από την εξώπορτα του σπιτιού της είχε κρεμασμένο ένα στυλό και δίπλα ένα κομμάτι χαρτί για αφιερώσεις ή μηνύματα. Από κάτω με καλλιτεχνικά γράμματα το όνομά της. Λένα Αντρέου
Λένα Αντρέου
Μοναχοκόρη πλούσιας οικογένειας. Ο πατέρας της
είναι μέτοχος σε μεγάλο ξενοδοχείο της Λεμεσού.
Από τις λίγες φοιτήτριες με αυτοκίνητο στην Κομοτηνή.
Λατρεύει τους Κατσιμίχα. Λατρεύει και τον Θανάση.
Παλιά είχε γίνει κάτι αλλά χωρίς συνέχεια.
Καλή μαγείρισσα, καλή φίλη (άρα όχι ιδιαίτερα όμορφη).
Η Λένα έβαλε μουσική στο πικ-απ και άνοιξε μια τελευταία μπύρα που
περίμενε στο ψυγείο της.
-«Υποσχεθείτε μου ότι δεν θα μιλήσουμε άλλο για τα τέσσερα χρόνια που πέρασαν. Φτάνει τόσο. Κουράστηκα, συγκινήθηκα, αρκεί». Ήταν η τέταρτη φορά, που το έλεγε αυτό τα τελευταία δέκα λεπτά με τα ίδια ακριβώς λόγια. Ούτε κουράστηκε, ούτε συγκινήθηκε. Ήταν απλώς μεθυσμένη.
-«Εγώ συμφωνώ» πετάχτηκε ο Στέφανος. «Φεύγω σε 2,5 ώρες και θέλω να τις περάσω ευχάριστα, να τις βρέξω με μπύρα, να τις κάψω με τσιγάρο. Αρχίζω τη ζωή μου και πρέπει να είμαι χαρούμενος για αυτό. Οι δειλοί δεν κέρδισαν ποτέ. Θέλω να πάω εμπρός. Αφήστε με να πάω εμπρός. Αφήστε να μπει το φως».
Κοιτάχτηκε με τον Ορέστη σαν κάτι να θυμήθηκαν και άρχισαν οι δυο τους να τραγουδούν σ' έναν απαλό και μελωδικό σκοπό.
«Το φως από τις χαραμάδες
τυφλώνει τους αγάδες.
Δεν μπορούν να κοιμηθούν
και σιγοτραγουδούν
αμανέδες και στιχάκια
για να πνίξουν τα φαρμάκια.
Μένει η καρδιά
χαμένη στον οντά.
Πώς θα πάω εμπρός
αφού δεν χωρά το φως.
Τα δύο παιδιά τραγουδούσαν παθιασμένα, προσπαθώντας να μυρίσουν τον καπνό του τσιγάρου και να ζαλιστούν από το άρωμα του λουλουδιού. Προσπερνώντας την αδούλευτη φωνή τους, στηρίχτηκαν στην ερμηνεία της ψυχής τους, ξέροντας ότι δεν πρόκειται να προδοθούν. Αυτό φάνηκε στα κλειστά τους μάτια, στο κορμί τους, που τεντώθηκε για να ακολουθήσει το λαιμό- έρμαιο της μελωδίας. Η Λένα δεν μπορούσε παρά να τους xειροκροτήσει για την μίνι παράσταση.
-«Και τώρα λέγετε ποιος το έγραψε αυτό από τους δυο σας».
-«Και οι δυο μαζί. Σ' άρεσε;»
-«Φαντάζομαι ότι δεν ήταν μόνο αυτό, ε; Πάντως ωραίο φαίνεται και σίγουρα θ' αρέσει και σε σας πολύ».
-«Μην νομίζεις» συνέχισε ο Ορέστης «απλά, μας πορώνει επειδή είναι το πρώτο αλλά όχι και το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου πάντα».
-«Εγώ νομίζω ότι δεν υπάρχει καλύτερο και χειρότερο στα τραγούδια. Μόνο «μου αρέσει» και δεν «μου αρέσει». Άλλες κατηγορίες βάζω εγώ. Θέλω να πω κάτι ή δεν θέλω να πω τίποτα. Κάθομαι να βρω και να ταιριάξω ωραίες λέξεις στη σειρά και περιμένω μέρες μέχρι να πετύχει η μουσική ή απλά μια στιγμή θέλω να πω αυτό που νιώθω και το λέω τόσο απλά και ωραία σ' ένα σκοπό που έρχεται στο στόμα μου τόσο αρμονικά όσο και οι χτύποι της καρδιάς μου... Αλλά δεν είναι το ένα καλό και το άλλο κακό. Για παράδειγμα αυτό που ονομάζεται «οι υπόγειοι» καθίσαμε ένα απόγευμα και το γράψαμε επειδή είπαμε « Θέλουμε απόψε να γράψουμε ένα τραγούδι. Θυμάσαι;»
-«Βέβαια θυμάμαι. Ήμασταν μεθυσμένοι και ξενυχτισμένοι σαν τώρα αλλά δεν
έχει σημασία».
«Δηλαδή Στέφανε έχεις και άλλα τραγούδια δικά σας στο διαμέρισμά σας;»
ρώτησε με αγωνία η Λένα.
-«Βέβαια, έχω τραγούδια και λίγο ούζο».
-«Χαρίστε μου λοιπόν άλλο ένα ...και το ούζο»!-«Εγώ παιδιά θα περιμένω εδώ και εσάς και τα τραγούδια και το ούζο» είπε όσο πιο κουρασμένα μπορούσε ο Ορέστης ξαπλώνοντας σ' ένα μεγάλο τετράγωνο μαξιλάρι που έβαλε κάτω από το κεφάλι του.
Στη Βουλγαρία πωλούνται άνθρωποι σε καλή τιμή
Ο Ρομεο, ο Βούλγαρος μαφιόζος, που πουλάει ανθρώπους, ναρκωτικά και πλαστά χαρτονομίσματα είπε ότι απείλησα μέλη της οικογένειάς του προκειμένου να τον αναγκάσω να πει αυτά που είπε. (post 5/6/2007)
Προχθές στη βουλγαρική εφημερίδα 24 ώρες διαβάσαμε το ακόλουθο δημοσίευμα:
(ευχαριστούμε τη φίλη που το μετέφρασε και μας το έστειλε).
της Μαρία Μπλαγκόεβα
Ο Rωμέο Σαπουντζίεφ από το Σαντάνσκι συμφώνησε να δώσει συνέντευξη στο ελληνικό κανάλι ALTER έναντι αμοιβής 200 ευρώ. Στη συνέντευξη ο 45χρονος άνδρας δήλωσε ότι μπορεί να βρει πόρνες, να προμηθεύσει ναρκωτικά, να πουλήσει ανθρώπινα όργανα και ακόμα να διαπράξει δολοφονία έναντι αμοιβής. Τις δηλώσεις αυτές έκανε υπό την απειλή ότι η ρώσικη μαφία στην νότια γειτονική μας χώρα θα πικράνει τη ζωή της οικογένειάς του. Αυτό ομολόγησε χθες κατά τη διάρκεια ανάκρισης της αστυνομίας της πόλης. Το βίντεο τραβήχτηκε όχι τώρα αλλά πέρυσι ήταν κατηγορηματικός μπροστά στους εγκληματολόγους ο Romeo. Οι κάτοικοι του Σαντάνσκι θεωρούν ότι το ρεπορτάζ της ελληνικής τηλεόρασης είναι προκλητικό για να υποτιμηθεί το κύρος της πόλης όπου κάθε μήνα την επισκέπτονται 3000 τουρίστες από τη νότια γειτονική μας χώρα.
Χθες στην αστυνομία καρατήθηκαν ένα 24ωρο η Μιγκλένα Βλαντιμίροβα και ο Σάσο Άγγελοφ. Η γυναίκα συμμετείχε στο ίδιο ρεπορτάζ της ελληνικής ρεπορτάζ. Οι δύο συζούν χωρίς να έχουν παντρευτεί.
Ο ξένος ρεπόρτερ δεν είχε διαπιστευτήρια και το δικαίωμα να πάρει τηλεοπτικές συνεντεύξεις στο Σαντάνσκι εξήγησσαν από την αστυνομία.
Καταλάβατε φαντάζομαι ότι αυτό το τελευταίο το είπε η αστυνομία της Βουλγαρίας.
Έχουν στη διάθεσή τους ένα υλικό καταγεγραμένο με κρυφή κάμερα που αποδεικνύει ότι αυτοί οι τύποι πωλούν ναρκωτικά, τα φέρνουν στην Ελλάδα, πωλούν γυναίκες, νοικιάζουν ανθρώπους, πωλούν πλαστά χαρτονομίσματα και σχολίασαν αρνητικά τη χρήση κρυφής κάμερας. Ε Λ Ε Ο Σ !!! Αλλά γιατί τα λέμε για τους Βούλγαρους; Το ίδιο δεν μας λένε και στην Ελλάδα;
Βουλευτής υποστήριξε ότι η καταγραφή του να παίζει φρουτάκια -όταν ο ίδιος είναι ο Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής της Βυλής για την καταπολέμηση του παράνομου ηλεκτρονικού τζόγου- προσβάλλει την ιδιωτική του ζωή!!! Δεν θα πουν τα αντίστοιχα στη Βουλγαρία για να βγουν και από τον κόπο να τα βάλουν με τη μαφία; Δεν βαριέσαι;
Προχθές στη βουλγαρική εφημερίδα 24 ώρες διαβάσαμε το ακόλουθο δημοσίευμα:
(ευχαριστούμε τη φίλη που το μετέφρασε και μας το έστειλε).
της Μαρία Μπλαγκόεβα
Ο Rωμέο Σαπουντζίεφ από το Σαντάνσκι συμφώνησε να δώσει συνέντευξη στο ελληνικό κανάλι ALTER έναντι αμοιβής 200 ευρώ. Στη συνέντευξη ο 45χρονος άνδρας δήλωσε ότι μπορεί να βρει πόρνες, να προμηθεύσει ναρκωτικά, να πουλήσει ανθρώπινα όργανα και ακόμα να διαπράξει δολοφονία έναντι αμοιβής. Τις δηλώσεις αυτές έκανε υπό την απειλή ότι η ρώσικη μαφία στην νότια γειτονική μας χώρα θα πικράνει τη ζωή της οικογένειάς του. Αυτό ομολόγησε χθες κατά τη διάρκεια ανάκρισης της αστυνομίας της πόλης. Το βίντεο τραβήχτηκε όχι τώρα αλλά πέρυσι ήταν κατηγορηματικός μπροστά στους εγκληματολόγους ο Romeo. Οι κάτοικοι του Σαντάνσκι θεωρούν ότι το ρεπορτάζ της ελληνικής τηλεόρασης είναι προκλητικό για να υποτιμηθεί το κύρος της πόλης όπου κάθε μήνα την επισκέπτονται 3000 τουρίστες από τη νότια γειτονική μας χώρα.
Χθες στην αστυνομία καρατήθηκαν ένα 24ωρο η Μιγκλένα Βλαντιμίροβα και ο Σάσο Άγγελοφ. Η γυναίκα συμμετείχε στο ίδιο ρεπορτάζ της ελληνικής ρεπορτάζ. Οι δύο συζούν χωρίς να έχουν παντρευτεί.
Ο ξένος ρεπόρτερ δεν είχε διαπιστευτήρια και το δικαίωμα να πάρει τηλεοπτικές συνεντεύξεις στο Σαντάνσκι εξήγησσαν από την αστυνομία.
Καταλάβατε φαντάζομαι ότι αυτό το τελευταίο το είπε η αστυνομία της Βουλγαρίας.
Έχουν στη διάθεσή τους ένα υλικό καταγεγραμένο με κρυφή κάμερα που αποδεικνύει ότι αυτοί οι τύποι πωλούν ναρκωτικά, τα φέρνουν στην Ελλάδα, πωλούν γυναίκες, νοικιάζουν ανθρώπους, πωλούν πλαστά χαρτονομίσματα και σχολίασαν αρνητικά τη χρήση κρυφής κάμερας. Ε Λ Ε Ο Σ !!! Αλλά γιατί τα λέμε για τους Βούλγαρους; Το ίδιο δεν μας λένε και στην Ελλάδα;
Βουλευτής υποστήριξε ότι η καταγραφή του να παίζει φρουτάκια -όταν ο ίδιος είναι ο Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής της Βυλής για την καταπολέμηση του παράνομου ηλεκτρονικού τζόγου- προσβάλλει την ιδιωτική του ζωή!!! Δεν θα πουν τα αντίστοιχα στη Βουλγαρία για να βγουν και από τον κόπο να τα βάλουν με τη μαφία; Δεν βαριέσαι;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)