Πέμπτη 5 Ιουλίου 2007

Μια κοινωνία χίλιες κραυγές - Επεισόδιο 8ο

Το ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΧΙΛΙΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ είναι ο αποτυχημένος τίτλος ενός αποτυχημένου βιβλίου που το απέρριψαν όσοι εκδότες το διάβασαν. Για αυτό λοιπόν και εγώ το αφήνω στην αιωνιότητα ανεβάζοντάς το στο internet.
Σας προειδοποιώ! Κάθε μορφής χρήση του μυθιστορήματος αυτού Ε Π Ι Τ Ρ Ε Π Ε Τ Α Ι .
(Μας έχουν πρήξει με τα πνευματικά δικαιώματα)

(συνέχεια από προηγούμενο post 29/6/2007)


-«Σύμφωνοι. Ξεκινάω αμέσως. Εγώ λοιπόν προτείνω για ένα βράδυ να γίνουμεξανά οι εαυτοί μας. Βγάλε τον μποέμ Ορέστη και ντύσ’ τον όπως του αρμόζει.Υπερβάσεις δεν επιτρέπονται. Μόνο αναχρονισμοί σε ενδυμασία και νοοτροπία.Τίποτα άλλο. Και έτσι όπως δεν ταιριάζει, όπως δεν περιμένει κανείς και δενφαντάζεται νους ανθρώπου, θα βγούμε και θα γλεντήσουμε για ένα βράδυ στιςΣέρρες που εδώ και χρόνια έχουν αποβάλει τέτοιους ανθρώπους. Δεν μ’ενδιαφέρει τι θες να γίνεις. Μ’ ενδιαφέρει να γίνεις αυτός που θα ήθελες να είσαι, αν δεν είχες καμία υποχρέωση και όλα αυτά να τα κάνεις, σαν να μηνείχες καμία δέσμευση και καμία αναστολή της εποχής μας. Θα βγάλουμε το μποέμ που κρύβουμε, τον ποιητή που θάψαμε, τον άνθρωπο που καλύπτουμε, τη μορφή που ζηλεύουμε, αυτό που θα ήμασταν, αν δεν ζούσαμε στην εποχή μας. Θ’αναζητήσουμε τον άλλο μας εαυτό. Θα μπούμε στην άλλη διάσταση της ζωής και θα κλέψουμε αυτό που μας ανήκει, θα πούμε ότι δεν είμαστε πολίτες αλλά άνθρωποι πάνω απ’ όλα. Για μια φορά θα γίνουμε άνθρωποι χωρίς υποχρεώσεις και θα μεταμφιεστούμε σ’ αυτό που συμπαθούμε, όταν βλέπουμε στο δρόμο ή στις ταινίες. Δεν υπάρχουν περιορισμοί χρονικοί ή ηθικοί. Χτίζεις την καρδιά σου και μπορείς να χρησιμοποιήσεις ό,τι χρώμα θέλεις. Και έτσι θα βγούμε στον κόσμο για να μας δει».
Ήταν και οι δύο βέβαιοι ότι το χαμόγελο, που τους καληνύχτιζε, θα τους καλησπέριζε και την επόμενη, που ανανέωσαν το ραντεβού τους. Οι ώρες που μεσολαβούσαν μετατράπηκαν σε ώρες σκέψεις και περισυλλογής. Το επόμενο πρωινό που ξημέρωσε επίσης.
Ο Ορέστης το τίμησε με την παρουσία του γύρω στις 12. Ξύπνησε στοξενοδοχείο του με πονοκέφαλο, ταραχή, φούσκωμα μα πάνω απ’ όλα με αγωνία και διάθεση για προετοιμασία, που θα έπρεπε να είναι και πολλή και καλή, αν ήθελε να είναι συνεπής με την ιστορία και τον εαυτό του. Και το ήθελε περισσότερο απ’ ο, τιδήποτε άλλο. Θέλησε να ξεκινήσει την μέρα του με καλόελληνικό και αρωματικό σερραϊκό καφέ. Του είχαν πει πού θα μπορούσε ναικανοποιήσει τις απαιτήσεις του και τους πίστεψε. Στη Μεγάλου Αλεξάνδρου εδώ και χρόνια ο Κώστας κρατούσε τα πρωτεία στη παλαιότητα που ήταν η εγγύηση για όλα όσα του είχαν πει. Δεν ήταν εκεί ο Κώστας μα ήταν ο Χρήστος, ο υιός που εκεί μεγάλωσε και εκεί συνέχιζε να εργάζεται, παρά το πτυχίο Οικονομικώνπου είχε στο γραφείο του. Λίγο τον ένοιαζε η Μικροοικονομία. Περισσότερο τον ενδιέφερε η φουσκάλα στο καφέ, που τη δημιουργούσε κάθε φορά εκεί που ήθελε.Ο καφές, που τον έφερε, ξεπέρασε την προσδοκία του. Άναψε το τσιγάρο της απόλαυσης. Ο καφετζής που συνέχιζε να κοντράρεται με το χρόνο και να δίνειτη δική του μάχη με τον κόσμο και την τεχνολογία έκατσε στο τραπέζι και απαίτησε απαντήσεις.
-«Τι σε φέρνει στα μέρη μας; Γιατί Σερραίος μάλλον δεν είσαι. Θα σε είχα δειτόσα χρόνια ή κάνω λάθος;»
-«Δεν κάνεις λάθος, Αθηναίος είμαι. Περαστικός από την πόλη σας και λάτρηςτου ελληνικού καφέ και του ελληνικού καφενείου».
-«Δεν βαριέσαι. Δεν αξίζει και πολύ να είσαι λάτρης του. Δεν σου προσφέρειτίποτα εκτός από ένα μεροκάματο»
-«Τίποτα άλλο;»
-«Άντε και μια ήσυχη ζωή. Ο καφετζής ξέρει τι πρέπει να κάνει κάθε μέρα. Θαπερπατήσει τα χιλιόμετρα του, αλωνίζοντας όλη την αγορά για να μοιράσει καφέδες και πορτοκαλάδες. Θα πλύνει ποτήρια για να έχει για το απόγευμα καιτο βράδυ θα ξαναγυρίσει απ’ όλα τα μαγαζιά ξανακάνοντας τα χιλιόμετρα για νατα μαζέψει. Μπορείς να υπολογίσεις πόσα χιλιόμετρα περπάτησε ο πατέρας μου,που δουλεύει το καφενείο κάθε μέρα, όλη μέρα επί 34 χρόνια συνέχεια από τις 6.00 το πρωί μέχρι τις 12.00 το βράδυ; Εγώ δεν τολμώ να υπολογίσω. Και όμως φίλε, ξέρεις τι του συνέστησε ο γιατρός όταν έκανε κάποιες εξετάσεις πριν λίγους μήνες; Περπάτημα.»
Η δουλειά κάλεσε τον Χρήστο και αυτός της απάντησε τινάζοντας πάνω το κορμίτου, έτοιμος να κάνει για άλλη μια φορά αυτό που του άρεσε παρά τη γκρίνιατου. Ο Ορέστης έσβησε το τσιγάρο του, άφησε τα ψιλά, που είχε στην τσέπη τουκαι φεύγοντας ξανακοίταξε το συμπαθητικό καφενεδάκι για να το χαράξει στημνήμη του και να το βρει εύκολα όταν θα ξαναέλθει στις Σέρρες. Είχε πολλέςδουλειές τώρα να ετοιμάσει και να σκεφτεί. Το ραντεβού του ήταν σε λίγες ώρες και ακόμα δυστυχώς δεν είχε κάνει τίποτα πέρα από την απόφασή, που είχε πάρει λίγο πριν κοιμηθεί.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Για τον Πέτρο Κωστόπουλο μίλησες στο αφεντικό σου; ή τοκανες γαργάρα;