Σας προειδοποιώ: Οποιασδήποτε μορφής χρήση αυτού του κειμένου χωρίς την έγκρισή μου Ε Π Ι Τ Ρ Ε Π Ε ΤΑ Ι… (Μας έχουν πρήξει με τα πνευματικά δικαιώματα. Μωρέ μακάρι να το διαβάσετε και να σας σκάσει κανένα χαμόγελο).
(συνέχεια από το προηγούμενο post 18/6/2007)
(15 λεπτά αργότερα και ενώ έχουν μείνει μόνοι τους στο μαγαζί)
-«Θυμάσαι τον Νικόλα με το μπουζουκάκι του; Πόσα βράδια καληνυχτίσαμε μ'
εκείνο το μπουζουκάκι;»
-«Πάντοτε του έλεγα... Νικόλα θα γίνεις μεγάλος καλλιτέχνης. Πάντοτε μου
έλεγε... Ορέστη λες μαλακίες. Τελικά μάλλον μαλακίες έλεγα γιατί δεν τον
άκουσα στο ραδιόφωνο τα τελευταία 20 χρόνια.»
-«Δεν έχει σημασία. Είναι φίλος και καλό παιδί. Ρε συ, θυμάσαι το μπαλκονάκι
μου στο πρώτο μου σπίτι, που καθόμασταν με τα σκουπόξυλα για κιθάρες και
τραγουδούσαμε λες και ήμασταν σε πάλκο;»
-«Ρε ξυπνούσαν οι άνθρωποι από την απέναντι πολυκατοικία και έβγαιναν να μας ακούσουν, σταματούσαν τα αυτοκίνητα από κάτω».
-«Τι ωραία χρόνια ήταν εκείνα; Γράψαμε και το πιάσε με από το χέρι στο
μπαλκόνι, θυμάσαι;»
-«Δεν ξέρω εσύ αν το θυμάσαι για να μ' ακολουθήσεις...»
Θεέ εσύ που κατοικείς ψηλά
Βάλε φωνή στα δυνατά
Πως δεν αξίζει χωρίς δάκρυ και χαμόγελο να ζω
Έλα πιάσε με από το χέρι
Και πέτα με στ' αγέρι
Και αυτό θα μ' οδηγήσει στη ζωή που ξέχασα.
Πέτα με ψηλά, άσε με στον ουρανό
Λίγη ακόμη δώσε μου πνοή, θα στο χρωστώ
Μ' ένα ποτήρι ταξιδεύω μέσα στην αστροθάλασσα
Κοίτα απόψε το φεγγάρι
Και εγώ θα δακρύσω πάλι
Την πιρόγα της ζωής μου την κούρσεψαν οι σκιές.
Άκου για λίγο την καρδιά
Εκεί είναι η ομορφιά.
Μόλις τελείωσαν το τραγούδι άρχισαν να χειροκροτούν ο ένας τον άλλο και να κάνουν προπόσεις στην υγεία τους και στην υγεία του κυρ Ηλία και έτσι
τελείωσαν και την τελευταία κανάτα κρασί. Πλήρωσαν, χαιρέτησαν, ευχαρίστησαν για την ωραία βραδιά και πήραν τον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο του Ορέστη, περασμένες δύο. Δεν ήταν το ατημέλητο παρουσιαστικό αλλά τα ασυγκράτητα μάτια τους, που τους πρόδιδαν και έδιναν το δικαίωμα στους άλλους να τους πουν μεθυσμένους. Κανείς βέβαια από τους δύο δεν το αρνιόταν αυτό. Ίσα ίσα που το τόνιζαν κιόλας. Από παλιά ήταν τιμή για τον πότη να μεθάει. Ένας έμμεσος τρόπος να φωνάξεις ότι είσαι άνθρωπος με αδυναμίες, άρα και συναισθήματα. Ποτέ κανείς δεν θυμήθηκε, ποιος έκανε πρώτος αυτήν την ανάλυση αλλά είχε βρει μεγάλη ανταπόκριση στην παρέα τους. Όλοι την είχαν υιοθετήσει και την διαλαλούσαν για να γίνει αυτή η κυρίαρχη ιδέα. Δεν πίνεις γιατί θες να ξεχάσεις. Πίνεις για να θυμηθείς ότι είσαι άνθρωπος. Τους άρεσε να έχουν μία ιδεολογική βάση για το μεθύσι τους. Όπως πάντα τους άρεσε να έχουν και μια καλή αιτία για να πιουν. Πότε εφεύρισκαν έρωτες και έπειθαν τους εαυτούς τους ότι πονάνε, πότε δημιουργούσαν εχθρούς για ασήμαντες αφορμές, πότε έπιναν για να ενώσουν, όπως έλεγαν όλη τους τη θετική ενέργεια, προκειμένου να τους τύχει το λαχείο, ακόμα και για να πενθήσουν προκαταβολικά κοινούς τους γνωστούς, που όταν θα πεθάνουν δεν θα είναι αυτοί εκεί να τον κλάψουν. Εκείνο το βράδυ, άσχετα αν δεν το είχαν αναφέρει σαφώς, έπιναν στην υγεία όλων των φίλων και των παλιών καταστάσεων, από την πρώτη μέχρι την τελευταία.
-«Ορέστη σήμερα έχουμε 2 Ιουλίου. 17 ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία μας νύχτα στην Κομοτηνή. Ήταν το τελευταίο βράδυ που ήμασταν και οι τέσσερεις μαζί.»
-«Σκέψου ότι σήμερα, ίσως και αυτή τη στιγμή, κάποιοι φοιτητές περνούν τη
δική τους τελευταία νύχτα.»
-«Να τρέξουμε, να προλάβουμε να τους βρούμε όλους και να τους πούμε να
κάτσουν και άλλο... Βάζω στοίχημα ότι όλοι τους αυτή τη στιγμή νιώθουν ότι
αυτοί δεν θα είναι σαν τους προηγούμενους, ότι αυτοί θα κρατήσουν τις φιλίες
τους, θα κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα, ότι θα τα καταφέρουν, όπως τα θέλουν. Δεν ξέρουν όμως κάτι Ορέστη... ότι η ζωή είναι πιο έξυπνη απ' αυτούς και θα τους νικήσει. Θα τους δώσει προβλήματα για να τους αναγκάσει να τρέχουν, θα τους δώσει τη δουλειά για να τους απασχολεί τα χέρια, θα τους βάλει στη διαδικασία του χρήμα -δόξα- επιβολή για να τους καταστρέψει τη φαντασία και έτσι θα τους εξοντώσει και θα κυριαρχεί πάνω στα ζωντανά τους πτώματα. Δεν ρυθμίζουμε εμείς τη ζωή μας. Την ακολουθούμε μόνο.
-«Είναι αδιανόητο 17 χρόνια να μην μπορέσαμε ποτέ να συγκεντρωθούμε και οι τέσσερεις. Είμαστε απαράδεκτοι... και το πιο αισχρό στην ιστορία είναι ότι
δεν βρεθήκαμε, επειδή δεν έτυχε... όχι επειδή μαλώσαμε ή επειδή δεν θέλαμε
αλλά επειδή δεν έτυχε».
-«Έχεις δίκιο σ' αυτό. Είναι αυτή η ρουτίνα, που σε καταπίνει λες και
κάποιος την έστησε επίτηδες για να μας εκδικηθεί. Είναι τόσο απλό και όμως
δεν έγινε ποτέ, γιατί μπορεί να γίνει και το επόμενο Σαββατοκύριακο και αν
μετρήσεις όλα αυτά τα Σαββατοκύριακα, μας κάνουν 17 χρόνια».
-«Πρόσεξε λίγο πώς ακούγεται... 17 χρόνια.»
-«Ξέρεις, καμιά φορά εκεί που ανεβαίνεις, νιώθεις την ανάγκη να κοιτάξεις
πίσω. Εκεί που ζεις, νιώθεις την ανάγκη να θυμηθείς. Γυρνάς αλλά δεν μπορείς να δεις και αναρωτιέσαι... πως έφτασα τόσο ψηλά; Πώς προχώρησα τόσο πολύ; Και έχουν περάσει 17 χρόνια χωρίς να το καταλάβεις. Και τα επόμενα 17 χρόνια χωρίς να το καταλάβεις θα περάσουν».
-«Έτσι λοιπόν περνούν τα γαμημένα τα χρόνια, απρόβλεπτα και ακατανόητα,
απρόσμενα και τυφλά... και σ' όλη αυτή τη διαδρομή είσαι υποχρεωμένος να
κοιτάς ψηλά και μπροστά. Είναι αυτό το συνεχές ταξίδι, ο ατελείωτος αγώνας
για το μετά, για το πιο πάνω. Και αυτό φίλε είναι μονόδρομος. Δεν έχεις
επιλογή. Πρέπει να προσπαθήσεις να φτάσεις εκεί που στοχεύεις, γιατί μόνο
έτσι θα καταφέρεις να επιβιώσεις. Όταν ξεκινάς έχεις οράματα και φιλοδοξίες,
κοιτάς ψηλά και βάζεις στοιχήματα με τον εαυτό σου. Αν φτάσεις στη μέση, μία επιλογή έχεις. Να κοιτάς ψηλά και να συνεχίσεις. Γιατί, αν κουραστείς και
αποφασίσεις να μείνεις εκεί και αυτοί, που θα ανεβαίνουν, θα σε πατάνε και
αυτοί, που θα πέφτουν από ψηλά, θα σε πατάνε. Οπότε, φίλε δεν υπάρχει
διέξοδος... μόνο αγώνας, γιατί η ζωή είναι αγώνας ένας μονότονος αγώνας,
μονότονος όπως μοναχικός, μοναχικός όπως μονόπλευρος και όλα αυτά σημαίνουν ρουτίνα. Πού χρόνος για να κάτσεις να ξαποστάσεις; Πού ευκαιρία για να θυμηθείς και να πισωγυρίσεις;
-«Και όμως, όταν το κάνεις έχει ιδιαίτερη μαγεία, έτσι Ορέστη;»
-«Θυμάσαι τον Νικόλα με το μπουζουκάκι του; Πόσα βράδια καληνυχτίσαμε μ'
εκείνο το μπουζουκάκι;»
-«Πάντοτε του έλεγα... Νικόλα θα γίνεις μεγάλος καλλιτέχνης. Πάντοτε μου
έλεγε... Ορέστη λες μαλακίες. Τελικά μάλλον μαλακίες έλεγα γιατί δεν τον
άκουσα στο ραδιόφωνο τα τελευταία 20 χρόνια.»
-«Δεν έχει σημασία. Είναι φίλος και καλό παιδί. Ρε συ, θυμάσαι το μπαλκονάκι
μου στο πρώτο μου σπίτι, που καθόμασταν με τα σκουπόξυλα για κιθάρες και
τραγουδούσαμε λες και ήμασταν σε πάλκο;»
-«Ρε ξυπνούσαν οι άνθρωποι από την απέναντι πολυκατοικία και έβγαιναν να μας ακούσουν, σταματούσαν τα αυτοκίνητα από κάτω».
-«Τι ωραία χρόνια ήταν εκείνα; Γράψαμε και το πιάσε με από το χέρι στο
μπαλκόνι, θυμάσαι;»
-«Δεν ξέρω εσύ αν το θυμάσαι για να μ' ακολουθήσεις...»
Θεέ εσύ που κατοικείς ψηλά
Βάλε φωνή στα δυνατά
Πως δεν αξίζει χωρίς δάκρυ και χαμόγελο να ζω
Έλα πιάσε με από το χέρι
Και πέτα με στ' αγέρι
Και αυτό θα μ' οδηγήσει στη ζωή που ξέχασα.
Πέτα με ψηλά, άσε με στον ουρανό
Λίγη ακόμη δώσε μου πνοή, θα στο χρωστώ
Μ' ένα ποτήρι ταξιδεύω μέσα στην αστροθάλασσα
Κοίτα απόψε το φεγγάρι
Και εγώ θα δακρύσω πάλι
Την πιρόγα της ζωής μου την κούρσεψαν οι σκιές.
Άκου για λίγο την καρδιά
Εκεί είναι η ομορφιά.
Μόλις τελείωσαν το τραγούδι άρχισαν να χειροκροτούν ο ένας τον άλλο και να κάνουν προπόσεις στην υγεία τους και στην υγεία του κυρ Ηλία και έτσι
τελείωσαν και την τελευταία κανάτα κρασί. Πλήρωσαν, χαιρέτησαν, ευχαρίστησαν για την ωραία βραδιά και πήραν τον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο του Ορέστη, περασμένες δύο. Δεν ήταν το ατημέλητο παρουσιαστικό αλλά τα ασυγκράτητα μάτια τους, που τους πρόδιδαν και έδιναν το δικαίωμα στους άλλους να τους πουν μεθυσμένους. Κανείς βέβαια από τους δύο δεν το αρνιόταν αυτό. Ίσα ίσα που το τόνιζαν κιόλας. Από παλιά ήταν τιμή για τον πότη να μεθάει. Ένας έμμεσος τρόπος να φωνάξεις ότι είσαι άνθρωπος με αδυναμίες, άρα και συναισθήματα. Ποτέ κανείς δεν θυμήθηκε, ποιος έκανε πρώτος αυτήν την ανάλυση αλλά είχε βρει μεγάλη ανταπόκριση στην παρέα τους. Όλοι την είχαν υιοθετήσει και την διαλαλούσαν για να γίνει αυτή η κυρίαρχη ιδέα. Δεν πίνεις γιατί θες να ξεχάσεις. Πίνεις για να θυμηθείς ότι είσαι άνθρωπος. Τους άρεσε να έχουν μία ιδεολογική βάση για το μεθύσι τους. Όπως πάντα τους άρεσε να έχουν και μια καλή αιτία για να πιουν. Πότε εφεύρισκαν έρωτες και έπειθαν τους εαυτούς τους ότι πονάνε, πότε δημιουργούσαν εχθρούς για ασήμαντες αφορμές, πότε έπιναν για να ενώσουν, όπως έλεγαν όλη τους τη θετική ενέργεια, προκειμένου να τους τύχει το λαχείο, ακόμα και για να πενθήσουν προκαταβολικά κοινούς τους γνωστούς, που όταν θα πεθάνουν δεν θα είναι αυτοί εκεί να τον κλάψουν. Εκείνο το βράδυ, άσχετα αν δεν το είχαν αναφέρει σαφώς, έπιναν στην υγεία όλων των φίλων και των παλιών καταστάσεων, από την πρώτη μέχρι την τελευταία.
-«Ορέστη σήμερα έχουμε 2 Ιουλίου. 17 ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία μας νύχτα στην Κομοτηνή. Ήταν το τελευταίο βράδυ που ήμασταν και οι τέσσερεις μαζί.»
-«Σκέψου ότι σήμερα, ίσως και αυτή τη στιγμή, κάποιοι φοιτητές περνούν τη
δική τους τελευταία νύχτα.»
-«Να τρέξουμε, να προλάβουμε να τους βρούμε όλους και να τους πούμε να
κάτσουν και άλλο... Βάζω στοίχημα ότι όλοι τους αυτή τη στιγμή νιώθουν ότι
αυτοί δεν θα είναι σαν τους προηγούμενους, ότι αυτοί θα κρατήσουν τις φιλίες
τους, θα κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα, ότι θα τα καταφέρουν, όπως τα θέλουν. Δεν ξέρουν όμως κάτι Ορέστη... ότι η ζωή είναι πιο έξυπνη απ' αυτούς και θα τους νικήσει. Θα τους δώσει προβλήματα για να τους αναγκάσει να τρέχουν, θα τους δώσει τη δουλειά για να τους απασχολεί τα χέρια, θα τους βάλει στη διαδικασία του χρήμα -δόξα- επιβολή για να τους καταστρέψει τη φαντασία και έτσι θα τους εξοντώσει και θα κυριαρχεί πάνω στα ζωντανά τους πτώματα. Δεν ρυθμίζουμε εμείς τη ζωή μας. Την ακολουθούμε μόνο.
-«Είναι αδιανόητο 17 χρόνια να μην μπορέσαμε ποτέ να συγκεντρωθούμε και οι τέσσερεις. Είμαστε απαράδεκτοι... και το πιο αισχρό στην ιστορία είναι ότι
δεν βρεθήκαμε, επειδή δεν έτυχε... όχι επειδή μαλώσαμε ή επειδή δεν θέλαμε
αλλά επειδή δεν έτυχε».
-«Έχεις δίκιο σ' αυτό. Είναι αυτή η ρουτίνα, που σε καταπίνει λες και
κάποιος την έστησε επίτηδες για να μας εκδικηθεί. Είναι τόσο απλό και όμως
δεν έγινε ποτέ, γιατί μπορεί να γίνει και το επόμενο Σαββατοκύριακο και αν
μετρήσεις όλα αυτά τα Σαββατοκύριακα, μας κάνουν 17 χρόνια».
-«Πρόσεξε λίγο πώς ακούγεται... 17 χρόνια.»
-«Ξέρεις, καμιά φορά εκεί που ανεβαίνεις, νιώθεις την ανάγκη να κοιτάξεις
πίσω. Εκεί που ζεις, νιώθεις την ανάγκη να θυμηθείς. Γυρνάς αλλά δεν μπορείς να δεις και αναρωτιέσαι... πως έφτασα τόσο ψηλά; Πώς προχώρησα τόσο πολύ; Και έχουν περάσει 17 χρόνια χωρίς να το καταλάβεις. Και τα επόμενα 17 χρόνια χωρίς να το καταλάβεις θα περάσουν».
-«Έτσι λοιπόν περνούν τα γαμημένα τα χρόνια, απρόβλεπτα και ακατανόητα,
απρόσμενα και τυφλά... και σ' όλη αυτή τη διαδρομή είσαι υποχρεωμένος να
κοιτάς ψηλά και μπροστά. Είναι αυτό το συνεχές ταξίδι, ο ατελείωτος αγώνας
για το μετά, για το πιο πάνω. Και αυτό φίλε είναι μονόδρομος. Δεν έχεις
επιλογή. Πρέπει να προσπαθήσεις να φτάσεις εκεί που στοχεύεις, γιατί μόνο
έτσι θα καταφέρεις να επιβιώσεις. Όταν ξεκινάς έχεις οράματα και φιλοδοξίες,
κοιτάς ψηλά και βάζεις στοιχήματα με τον εαυτό σου. Αν φτάσεις στη μέση, μία επιλογή έχεις. Να κοιτάς ψηλά και να συνεχίσεις. Γιατί, αν κουραστείς και
αποφασίσεις να μείνεις εκεί και αυτοί, που θα ανεβαίνουν, θα σε πατάνε και
αυτοί, που θα πέφτουν από ψηλά, θα σε πατάνε. Οπότε, φίλε δεν υπάρχει
διέξοδος... μόνο αγώνας, γιατί η ζωή είναι αγώνας ένας μονότονος αγώνας,
μονότονος όπως μοναχικός, μοναχικός όπως μονόπλευρος και όλα αυτά σημαίνουν ρουτίνα. Πού χρόνος για να κάτσεις να ξαποστάσεις; Πού ευκαιρία για να θυμηθείς και να πισωγυρίσεις;
-«Και όμως, όταν το κάνεις έχει ιδιαίτερη μαγεία, έτσι Ορέστη;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου