Σας προειδοποιώ: Οποιασδήποτε μορφής χρήση αυτού του κειμένου χωρίς την έγκρισή μου Ε Π Ι Τ Ρ Ε Π Ε ΤΑ Ι…
(Μας έχουν πρήξει με τα πνευματικά δικαιώματα. Μωρέ μακάρι να το διαβάσετε και να σας σκάσει κανένα χαμόγελο).
(συνέχεια από το post 15/6/2007)
Βοριάς ψυχρός και κρύφτηκα
απ' της ζωής τα αγρίμια
ζωής κενής και ντύθηκα
της μοίρας μου τη γκρίνια.
-«Αλήθεια, τον θυμάσαι τον Δημήτρη; Πήγαμε να τον δούμε στην Καβάλα και τον βρήκαμε τυχαία στην πλατεία να πηγαίνει προς το σπίτι του γιατί δεν είχε
λεφτά. Ήθελε να λουστεί, ν' αλλάξει ρούχα και έπρεπε να μαζέψει τη μπουγάδα και να κλείσει τις μπαλκονόπορτες γιατί ψιχάλιζε και φοβόταν μήπως πλημμυρίσει. Τελικά αντί για το σπίτι του ήλθε στην Κομοτηνή και έκατσε ένα μήνα. Απίστευτος τύπος».
-«Θυμάσαι μια περίοδο που μαζευόμασταν στο σπίτι μου και ο Δούκας από κάτω μάζευε υπογραφές για να με διώξει;»
-«Εγώ θυμάμαι που ήλθε η αστυνομία στο πάρτυ, που είχα κάνει στο 3ο έτος και βγήκε ο Γιώργος στην πόρτα και με τα πολλά βγήκαν συγγενείς με τον
αστυνομικό».
Τα γέλια τους ακούστηκαν δυνατά, πλανήθηκαν στο χώρο και παρέσυραν και άλλους στο πέρασμά τους. Ο Στέφανος γέμισε τα ποτήρια και σήκωσε το δικό του ψηλά.
-«Πιες φίλε, να ξεχάσεις και να θυμηθείς. Καλωσήλθες».
-«Όσα και να θυμηθώ είναι λίγα, όσα και να ξεχάσω είναι πολλά. Καλώς σε
βρήκα» απάντησε ο Ορέστης και παρήγγειλε και άλλο κρασί.
Αιώνιοι εραστές του ουρανού συχνά άφηναν την κουβέντα τους και
προσπαθούσαν να τον φτάσουν σκαρφαλώνοντας στο κρασί και τις νότες που οδηγούν εκεί. Άλλοτε πάλι γυρνούσαν στα παλιά. Άλλοτε πάλι γυρνούσαν στα καινούρια.
-«Αλήθεια, ο Θανάσης τι έκανε με το δικαστήριο;»
Θανάσης Πετρόχειλος
Μετά την Κομοτηνή δούλευε στη λέσχη του
πατέρα του. Άφησε έγκυο μια κοπέλα που
εργαζόταν εκεί. Την παντρεύτηκε και μετά πήγε
φαντάρος. Στο στρατό έγινε φίλος με τον υιό της
γειτόνισσάς του στην Κομοτηνή. (χωρίς φυσικά
να του πει τίποτα). Όταν τελείωσε, άνοιξε ένα
γυμναστήριο στο Βόλο ενώ τα τελευταία
πιάστηκε με την νύχτα. Πέρυσι είχε γκόμενα
την καθηγήτρια του υιού του στο γυμναστήριο.
Πέρυσι επίσης η Αστυνομία έπιασε το γιο του
να κάνει χρήση χασίς.
-«Αχ, Στέφανε, καλός ή κακός, στενός ή πλατύς, μικρός ή μακρύς, ο καθένας
βρήκε το δρόμο του. Μόνο εγώ φαίνεται να ξέμεινα».
-«Δηλαδή θα περπατήσουμε και τον κακό και το στενό και το μικρό δρόμο; Έχει σημασία αν τακτοποιήθηκε κανείς ή αν τακτοποιήθηκε όπως ήθελε;»
-«Στα 40 μου αρχίζω να πιστεύω πως το θέμα δεν είναι να έχεις ό,τι σου
αρέσει αλλά να σου αρέσει αυτό που έχεις».
-«Συμφωνώ. Δεν αλλάξαμε τον κόσμο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αποτύχαμε. Δεν θα σου πω αυτά που έλεγα φοιτητής γιατί δεν μας συμφέρουν. Βλέπω λοιπόν εσένα και λέω ότι έχω ένα φίλο ευκατάστατο οικονομικά, που κυνηγά να κάνει πράγματα που τον γεμίζουν... βλέπε υποκριτική, βλέπε τραγούδι. Γιατί αυτό το παράπονο;»
-«Το παράπονο μου έχει όνομα και το λένε οικογένεια, Στέφανε και μάλλον με
την κυρία δεν θα γνωριστούμε ποτέ».
-«Α,. μην το λες» με ειρωνεία, έτοιμος να πληγώσει το φίλο του. «Άλλωστε
έχεις άλλα 17 χρόνια μέχρι να σου κάτσει η Εύα».
Του ακούστηκε πιο κακό απ' ότι φανταζόταν, ωστόσο δεν μπόρεσε να
κρατηθεί και γέλασε επιδεικτικά ειρωνικά. Ευτυχώς που γέλασε και ο Ορέστης
γιατί αλλιώς θα ένιωθε τρομερά ηλίθιος. «Αλήθεια, επικοινωνείτε καθόλου;»
-«Καθόλου. Έχω να τη δω 17 ολόκληρα χρόνια και να φανταστείς ακόμη τη θεωρώ το μεγάλο έρωτα της ζωής μου. Από εκείνο το τελευταίο βράδυ στην πλατεία που πέρασε αλλά δεν έκατσε, γκρεμίστηκαν όλα μέσα μου. Τι έρωτας και αυτός...!;»
-«Να αισθάνεσαι τυχερός φίλε μου που γνώρισες τι πάει να πει έρωτας. Σκέψου ότι κάποιοι θα πεθάνουν χωρίς να το μάθουν ποτέ».
Και τότε, στην ώρα του όπως πάντα, έκανε την εμφάνισή του για άλλη
μια φορά ο καλός άγγελος που ως αόρατος σκηνοθέτης είχε γεμίσει τα ποτήρια και είπε στην ορχήστρα να παίξει το αγαπημένο τραγούδι του Ορέστη. Το αγαπημένο τραγούδι στην κατάλληλη στιγμή. Συμβαίνει συχνά σ' όλους μας. Οι ανόητοι το λένε σύμπτωση. Όμως είναι ο καλός άγγελος. Ο Ορέστης άδειασε το κρασοπότηρο και ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του. Με βαριές και αργές κινήσεις έκανε το χρέος του στο Θεό του χορού, που με την σειρά του τον αντάμειψε με περισσή χάρη στις κινήσεις του...και μ' ένα κιλό καλό κρασί που ακούμπησε ο κυρ Ηλίας στο τραπέζι τους.
-«Για τον λεβέντη που πονάει» είπε.
Ο Στέφανος αισθανόταν ήδη καλύτερα. Άναψε ένα τσιγάρο που φαινόταν να το απολαμβάνει πολύ. Φαινόταν στις βαθιές τζούρες ...,φαινόταν στο ήρεμο χαμόγελο και στο απλανές βλέμμα. Μπροστά του ένας φίλος από τα παλιά χόρευε και μαζί του ξεσήκωνε παλιές εικόνες να κάνουν το ίδιο και να τον ακολουθήσουν. Αυτές με τη σειρά τους πάλι έτρεχαν να τον τυλίξουν και να τον προστατεύσουν από τη φθορά του χρόνου. Και τα κατάφεραν. Ο Ορέστης εδώ και λίγη ώρα έμοιαζε να είναι 23 ετών. Έκανε την τελευταία του γύρα αργή και μάγκικη και άφησε αυτή στη πίστα να ευχαριστηθεί το χειροκρότημα του κόσμου.
Ο ίδιος προτίμησε να κάτσει.
-«Έχουμε να βρεθούμε 7 χρόνια και χαίρομαι πολύ που δεν άλλαξες καθόλου» του είπε ο Στέφανος.
-«Λυπάμαι που αργήσαμε τόσο να βρεθούμε. Ευχαριστώ όμως τον Θεό που δεν αργήσαμε κι άλλο» του απάντησε ο Ορέστης.
Είναι από τις βραδιές που δεν θες τίποτα, που δεν ζητάς τίποτα, που δεν παραπονιέσαι για τίποτα, απ' αυτές που είναι λίγες στην ζωή σου για να έχουν και αξία, απ' αυτές που και ο Θεός ο ίδιος να κατέβει να σου πραγματοποιήσει μια ευχή, εσύ του ζητάς την ησυχία σου. Τις δικαιούσαι αυτές τις βραδιές. Μόνο ο νεκρός δεν το ξέρει αυτό και δεν το διεκδικεί. Αυτοί όμως ήξεραν καλά τι πάει να πει θέλω να ζήσω.
(1,5 ώρα αργότερα έχουν μείνει 2 παρέες στο μαγαζί και ο κυρ Ηλίας που
κάθεται μόνος σ΄ ένα τραπέζι και μιλά με το κρασί.)
-«Αλήθεια..., τον κυρ Ηλία πώς τον γνώρισες;»
-«Μου μιλούσε συνέχεια ο πεθερός μου, που είναι περίπου συνομήλικός του και μεγάλωσαν μαζί. Μάλιστα ξέρω ότι, όταν ήταν 8 χρονών παιδί, η καημένη η μητέρα του, που τα είχε 5, έστειλε τον Ηλία, τον πιο μικρό, σ' ένα ίδρυμα
στη Θεσσαλονίκη, όπου θα μεγάλωνε και θα μάθαινε και τέχνη. Ούτε ένα βράδυ δεν άντεξε στο ίδρυμα ο κυρ Ηλίας. Μόλις είδε κάγκελα στα παράθυρα και άκουσε σιωπητήριο, πήρε άλλους δύο, έκλεψαν τις κάλτσες άλλων παιδιών, το 'σκασαν, τις πούλησαν, έβγαλαν τα εισιτήριά τους και την άλλη μέρα ήταν πάλι στις Σέρρες - 8 χρονών παρακαλώ- και παρουσιάστηκε στο σπίτι όλο υπερηφάνεια. Από τότε φάνηκε ότι θα γίνει μεγάλος μάγκας. Δουλεύει από τα 12, παίζει χαρτιά από τα 11. 'Όλη μέρα στο μεροκάματο αλλά το βράδυ φορούσε κοντό παντελονάκι και έβγαινε τσάρκα στα καφενεία. Ο μεγαλύτερος χαρτοπαίκτης και ο καλύτερος χαρτοκλέφτης. Έκλεβε χωρίς να τον καταλαβαίνουν και καταλάβαινε όποιον έκλεβε. Λένε ότι ήταν μεγάλη υπόθεση να παίξεις με τον Ηλία. Αν ερχόταν κανένας ξένος στην πόλη απ' αυτούς τους πλανόδιους χαρτοκλέφτες φώναζαν τον Ηλία και τον ξετίναζε. Και όταν είχε λεφτά έπρεπε να τα φάει γιατί έλεγε πως τον βάραιναν. Έβαζε τα taxi να κάνουν κόντρες με την όπισθεν και όποιο κέρδιζε του πλήρωνε την κούρσα επί εκατό και άλλα πολλά.»
-«Και πώς προέκυψε η ταβερνούλα;»
-«Κάποια στιγμή - όπως είναι φυσικό με την ζωή που έκανε- ήταν πολύ μέσα.
Επειδή όμως ο κυρ Ηλίας δεν πείραξε ποτέ κανέναν άνθρωπο στη ζωή του, η ζωή αποφάσισε να του κάνει ένα δώρο... και του έπεσε το λαχείο. Από τότε έκοψε το χαρτί και άνοιξε αυτήν την ταβερνούλα. Η γυναίκα στην κουζίνα και αυτός σερβιτόρος».
απ' της ζωής τα αγρίμια
ζωής κενής και ντύθηκα
της μοίρας μου τη γκρίνια.
-«Αλήθεια, τον θυμάσαι τον Δημήτρη; Πήγαμε να τον δούμε στην Καβάλα και τον βρήκαμε τυχαία στην πλατεία να πηγαίνει προς το σπίτι του γιατί δεν είχε
λεφτά. Ήθελε να λουστεί, ν' αλλάξει ρούχα και έπρεπε να μαζέψει τη μπουγάδα και να κλείσει τις μπαλκονόπορτες γιατί ψιχάλιζε και φοβόταν μήπως πλημμυρίσει. Τελικά αντί για το σπίτι του ήλθε στην Κομοτηνή και έκατσε ένα μήνα. Απίστευτος τύπος».
-«Θυμάσαι μια περίοδο που μαζευόμασταν στο σπίτι μου και ο Δούκας από κάτω μάζευε υπογραφές για να με διώξει;»
-«Εγώ θυμάμαι που ήλθε η αστυνομία στο πάρτυ, που είχα κάνει στο 3ο έτος και βγήκε ο Γιώργος στην πόρτα και με τα πολλά βγήκαν συγγενείς με τον
αστυνομικό».
Τα γέλια τους ακούστηκαν δυνατά, πλανήθηκαν στο χώρο και παρέσυραν και άλλους στο πέρασμά τους. Ο Στέφανος γέμισε τα ποτήρια και σήκωσε το δικό του ψηλά.
-«Πιες φίλε, να ξεχάσεις και να θυμηθείς. Καλωσήλθες».
-«Όσα και να θυμηθώ είναι λίγα, όσα και να ξεχάσω είναι πολλά. Καλώς σε
βρήκα» απάντησε ο Ορέστης και παρήγγειλε και άλλο κρασί.
Αιώνιοι εραστές του ουρανού συχνά άφηναν την κουβέντα τους και
προσπαθούσαν να τον φτάσουν σκαρφαλώνοντας στο κρασί και τις νότες που οδηγούν εκεί. Άλλοτε πάλι γυρνούσαν στα παλιά. Άλλοτε πάλι γυρνούσαν στα καινούρια.
-«Αλήθεια, ο Θανάσης τι έκανε με το δικαστήριο;»
Θανάσης Πετρόχειλος
Μετά την Κομοτηνή δούλευε στη λέσχη του
πατέρα του. Άφησε έγκυο μια κοπέλα που
εργαζόταν εκεί. Την παντρεύτηκε και μετά πήγε
φαντάρος. Στο στρατό έγινε φίλος με τον υιό της
γειτόνισσάς του στην Κομοτηνή. (χωρίς φυσικά
να του πει τίποτα). Όταν τελείωσε, άνοιξε ένα
γυμναστήριο στο Βόλο ενώ τα τελευταία
πιάστηκε με την νύχτα. Πέρυσι είχε γκόμενα
την καθηγήτρια του υιού του στο γυμναστήριο.
Πέρυσι επίσης η Αστυνομία έπιασε το γιο του
να κάνει χρήση χασίς.
-«Αχ, Στέφανε, καλός ή κακός, στενός ή πλατύς, μικρός ή μακρύς, ο καθένας
βρήκε το δρόμο του. Μόνο εγώ φαίνεται να ξέμεινα».
-«Δηλαδή θα περπατήσουμε και τον κακό και το στενό και το μικρό δρόμο; Έχει σημασία αν τακτοποιήθηκε κανείς ή αν τακτοποιήθηκε όπως ήθελε;»
-«Στα 40 μου αρχίζω να πιστεύω πως το θέμα δεν είναι να έχεις ό,τι σου
αρέσει αλλά να σου αρέσει αυτό που έχεις».
-«Συμφωνώ. Δεν αλλάξαμε τον κόσμο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αποτύχαμε. Δεν θα σου πω αυτά που έλεγα φοιτητής γιατί δεν μας συμφέρουν. Βλέπω λοιπόν εσένα και λέω ότι έχω ένα φίλο ευκατάστατο οικονομικά, που κυνηγά να κάνει πράγματα που τον γεμίζουν... βλέπε υποκριτική, βλέπε τραγούδι. Γιατί αυτό το παράπονο;»
-«Το παράπονο μου έχει όνομα και το λένε οικογένεια, Στέφανε και μάλλον με
την κυρία δεν θα γνωριστούμε ποτέ».
-«Α,. μην το λες» με ειρωνεία, έτοιμος να πληγώσει το φίλο του. «Άλλωστε
έχεις άλλα 17 χρόνια μέχρι να σου κάτσει η Εύα».
Του ακούστηκε πιο κακό απ' ότι φανταζόταν, ωστόσο δεν μπόρεσε να
κρατηθεί και γέλασε επιδεικτικά ειρωνικά. Ευτυχώς που γέλασε και ο Ορέστης
γιατί αλλιώς θα ένιωθε τρομερά ηλίθιος. «Αλήθεια, επικοινωνείτε καθόλου;»
-«Καθόλου. Έχω να τη δω 17 ολόκληρα χρόνια και να φανταστείς ακόμη τη θεωρώ το μεγάλο έρωτα της ζωής μου. Από εκείνο το τελευταίο βράδυ στην πλατεία που πέρασε αλλά δεν έκατσε, γκρεμίστηκαν όλα μέσα μου. Τι έρωτας και αυτός...!;»
-«Να αισθάνεσαι τυχερός φίλε μου που γνώρισες τι πάει να πει έρωτας. Σκέψου ότι κάποιοι θα πεθάνουν χωρίς να το μάθουν ποτέ».
Και τότε, στην ώρα του όπως πάντα, έκανε την εμφάνισή του για άλλη
μια φορά ο καλός άγγελος που ως αόρατος σκηνοθέτης είχε γεμίσει τα ποτήρια και είπε στην ορχήστρα να παίξει το αγαπημένο τραγούδι του Ορέστη. Το αγαπημένο τραγούδι στην κατάλληλη στιγμή. Συμβαίνει συχνά σ' όλους μας. Οι ανόητοι το λένε σύμπτωση. Όμως είναι ο καλός άγγελος. Ο Ορέστης άδειασε το κρασοπότηρο και ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του. Με βαριές και αργές κινήσεις έκανε το χρέος του στο Θεό του χορού, που με την σειρά του τον αντάμειψε με περισσή χάρη στις κινήσεις του...και μ' ένα κιλό καλό κρασί που ακούμπησε ο κυρ Ηλίας στο τραπέζι τους.
-«Για τον λεβέντη που πονάει» είπε.
Ο Στέφανος αισθανόταν ήδη καλύτερα. Άναψε ένα τσιγάρο που φαινόταν να το απολαμβάνει πολύ. Φαινόταν στις βαθιές τζούρες ...,φαινόταν στο ήρεμο χαμόγελο και στο απλανές βλέμμα. Μπροστά του ένας φίλος από τα παλιά χόρευε και μαζί του ξεσήκωνε παλιές εικόνες να κάνουν το ίδιο και να τον ακολουθήσουν. Αυτές με τη σειρά τους πάλι έτρεχαν να τον τυλίξουν και να τον προστατεύσουν από τη φθορά του χρόνου. Και τα κατάφεραν. Ο Ορέστης εδώ και λίγη ώρα έμοιαζε να είναι 23 ετών. Έκανε την τελευταία του γύρα αργή και μάγκικη και άφησε αυτή στη πίστα να ευχαριστηθεί το χειροκρότημα του κόσμου.
Ο ίδιος προτίμησε να κάτσει.
-«Έχουμε να βρεθούμε 7 χρόνια και χαίρομαι πολύ που δεν άλλαξες καθόλου» του είπε ο Στέφανος.
-«Λυπάμαι που αργήσαμε τόσο να βρεθούμε. Ευχαριστώ όμως τον Θεό που δεν αργήσαμε κι άλλο» του απάντησε ο Ορέστης.
Είναι από τις βραδιές που δεν θες τίποτα, που δεν ζητάς τίποτα, που δεν παραπονιέσαι για τίποτα, απ' αυτές που είναι λίγες στην ζωή σου για να έχουν και αξία, απ' αυτές που και ο Θεός ο ίδιος να κατέβει να σου πραγματοποιήσει μια ευχή, εσύ του ζητάς την ησυχία σου. Τις δικαιούσαι αυτές τις βραδιές. Μόνο ο νεκρός δεν το ξέρει αυτό και δεν το διεκδικεί. Αυτοί όμως ήξεραν καλά τι πάει να πει θέλω να ζήσω.
(1,5 ώρα αργότερα έχουν μείνει 2 παρέες στο μαγαζί και ο κυρ Ηλίας που
κάθεται μόνος σ΄ ένα τραπέζι και μιλά με το κρασί.)
-«Αλήθεια..., τον κυρ Ηλία πώς τον γνώρισες;»
-«Μου μιλούσε συνέχεια ο πεθερός μου, που είναι περίπου συνομήλικός του και μεγάλωσαν μαζί. Μάλιστα ξέρω ότι, όταν ήταν 8 χρονών παιδί, η καημένη η μητέρα του, που τα είχε 5, έστειλε τον Ηλία, τον πιο μικρό, σ' ένα ίδρυμα
στη Θεσσαλονίκη, όπου θα μεγάλωνε και θα μάθαινε και τέχνη. Ούτε ένα βράδυ δεν άντεξε στο ίδρυμα ο κυρ Ηλίας. Μόλις είδε κάγκελα στα παράθυρα και άκουσε σιωπητήριο, πήρε άλλους δύο, έκλεψαν τις κάλτσες άλλων παιδιών, το 'σκασαν, τις πούλησαν, έβγαλαν τα εισιτήριά τους και την άλλη μέρα ήταν πάλι στις Σέρρες - 8 χρονών παρακαλώ- και παρουσιάστηκε στο σπίτι όλο υπερηφάνεια. Από τότε φάνηκε ότι θα γίνει μεγάλος μάγκας. Δουλεύει από τα 12, παίζει χαρτιά από τα 11. 'Όλη μέρα στο μεροκάματο αλλά το βράδυ φορούσε κοντό παντελονάκι και έβγαινε τσάρκα στα καφενεία. Ο μεγαλύτερος χαρτοπαίκτης και ο καλύτερος χαρτοκλέφτης. Έκλεβε χωρίς να τον καταλαβαίνουν και καταλάβαινε όποιον έκλεβε. Λένε ότι ήταν μεγάλη υπόθεση να παίξεις με τον Ηλία. Αν ερχόταν κανένας ξένος στην πόλη απ' αυτούς τους πλανόδιους χαρτοκλέφτες φώναζαν τον Ηλία και τον ξετίναζε. Και όταν είχε λεφτά έπρεπε να τα φάει γιατί έλεγε πως τον βάραιναν. Έβαζε τα taxi να κάνουν κόντρες με την όπισθεν και όποιο κέρδιζε του πλήρωνε την κούρσα επί εκατό και άλλα πολλά.»
-«Και πώς προέκυψε η ταβερνούλα;»
-«Κάποια στιγμή - όπως είναι φυσικό με την ζωή που έκανε- ήταν πολύ μέσα.
Επειδή όμως ο κυρ Ηλίας δεν πείραξε ποτέ κανέναν άνθρωπο στη ζωή του, η ζωή αποφάσισε να του κάνει ένα δώρο... και του έπεσε το λαχείο. Από τότε έκοψε το χαρτί και άνοιξε αυτήν την ταβερνούλα. Η γυναίκα στην κουζίνα και αυτός σερβιτόρος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου